Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Σταυροφόρους ο Λέων Γαβαλάς αυτοανακηρύχτηκε κληρονομικός Δεσπότης της Ρόδου με την ανοχή των Βενετών. Παρέμεινε μερικά χρόνια ανεξάρτητος αλλά στη συνέχεια έγινε υποτελής της Αυτοκρατορίας της Νικαίας. Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος παραχώρησε ως το 1275 τη Ρόδο στον αδελφό του Ιωάννη. Στο τελευταίο τέταρτο του δεκάτου τρίτου αιώνα το νησί δινόταν ως φέουδο σε διάφορους Γενοβέζους που προσέφεραν υπηρεσίες στην Αυτοκρατορία. Το 1306 ο Γενοβέζος ναύαρχος Vignolo di Vignoli πούλησε το νησί μαζί με την Κω και τη Λέρο στους Ιωαννίτες ιππότες. Μετά την εγκατάσταση των Ιωαννιτών στο νησί το 1309 η Ρόδος απέκτησε στενές εμπορικές και πνευματικές σχέσεις με τη δυτική Ευρώπη. Οι κάτοικοι της Ρόδου ασχολήθηκαν με το εμπόριο και τη ναυτιλία και το νησί εξήγαγε σαπούνι και ζάχαρη. Οι ιππότες ανοικοδόμησαν τα τείχη της πόλης και έχτισαν οχυρά σε στρατηγικά σημεία του νησιού για να το προστατέψουν από επιδρομές. Το 1480 ο μεγάλος μάγιστρος Pierre d’Aubusson κατάφερε με την ενεργό σύμπραξη των κατοίκων του νησιού να αποκρούσει την επίθεση των Οθωμανών. Το επόμενο έτος όμως η πόλη και τα χωριά της Ρόδου καταστράφηκαν από μεγάλο σεισμό. Τελικά το 1522 ο μεγάλος μάγιστρος Villiers de l’isle Adam μετά από εξάμηνη πολιορκία αναγκάστηκε να παραδώσει την πόλη στο σουλτάνο Σουλεϊμάν Β’ το Μεγαλοπρεπή. Οι ιππότες μετά την αποχώρησή τους εγκαταστάθηκαν το 1530 στη Μάλτα και τους ακολούθησε η πλειονότητα των κατοίκων της πόλης της Ρόδου. Μέχρι τον 19ο αιώνα το κυριότερο χριστιανικό κέντρο του νησιού ήταν η Λίνδος όπου ήκμασαν τα εργαστήρια κεραμεικής. Τα διακοσμημένα πιάτα της Λίνδου εξάγονταν στη δυτική Ευρώπη όπου είχαν μεγάλη ζήτηση. Οι κάτοικοι της Λίνδου ασχολήθηκαν παράλληλα και με τη ναυτιλία και ανέπτυξαν έντονη εμπορική δραστηριότητα.
Σύμφωνα με οθωμανική απογραφή, μεταξύ 1523-1538, καταγράφηκαν στη Ρόδο και την Κω 5.191 χριστιανικές και 1.121 μουσουλμανικές εστίες. Ο Γάλλος πρόξενος J. J. Couture αναφέρει ότι το 1731 η Ρόδος είχε 35.000 κατοίκους από τους οποίους 6.000 ήταν Μουσουλμάνοι, 200-300 Εβραίοι, 50 Αρμένιοι και 36 Γάλλοι. Ένα αιώνα αργότερα σε υπόμνημα που κατέθεσαν εξόριστοι Ρόδιοι στον Ιωάννη Καποδίστρια αναφέρεται ότι η Ρόδος είχε 30.000 κατοίκους από τους οποίους 6.000 ήταν Τούρκοι και 2.000 Εβραίοι. Σύμφωνα με τον γάλλο γεωγράφο Vital Quinet το 1894 το νησί της Ρόδου είχε 29.148 κατοίκους από τους οποίους 20.250 ήταν Ελληνορθόδοξοι, 6.825 Μουσουλμάνοι, 1.513 Εβραίοι, 546 Καθολικοί και 14 Αρμένιοι. Στην τειχισμένη πόλη της Ρόδου έμεναν 6.287 Μουσουλμάνοι και 1.513 Εβραίοι ενώ 2.300 Έλληνες, 546 Καθολικοί και 14 Αρμένιοι κατοικούσαν σε εννιά προάστια (maraş) έξω από τα τείχη. Οι Καθολικοί και οι πρόξενοι των δυτικών δυνάμεων ειδικότερα έμεναν στο μεγαλύτερο προάστιο, το Νιοχώρι κοντά στο βόρειο άκρο του νησιού. Η απαγόρευση να κατοικούν οι Χριστιανοί στο εσωτερικό των τειχών ίσχυε στη Ρόδο αν και είχε καταργηθεί στις περισσότερες πόλεις της Αυτοκρατορίας. Στην πόλη της Ρόδου λειτουργούσαν δύο ελληνικά δημοτικά σχολεία και ένα γυμνάσιο στη συνοικία της Μητρόπολης. Το νησί εξήγαγε εσπεριδοειδή, κρασί, ξερά σύκα και κρεμμύδια.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
• E. Y. Kolodny, La population des îles de la Grèce. Essai de géographie insulaire en Méditerranée Orientale, 3 τ., Aix-en-Provence 1974.
• B. J. Slot, Archipelagus Turbatus. Les Cyclades entre colonisation latine et occupation ottomane, c. 1500-1718, τ. 1-2, Βέλγιο 1982.
• Ασδραχάς Σπ. Ι., “Το ελληνικό Αρχιπέλαγος μία διάσπαρτη πόλη”, Χάρτες και χαρτογράφοι του Αιγαίου Πελάγους, Αθήνα 1985, σ. 235-248.
• Ν. Μπελαβίλας, Λιμάνια και οικισμοί στο Αρχιπέλαγος της πειρατείας, 15ος-19ος αι., Αθήνα 1997
• Κόλλιας, Ηλίας Ε., Η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου και το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, ΥΠΠΟ-ΤΑΠΑ Αθήνα 2005.