Στον Mεσαίωνα τα ταξίδια ήταν κυρίως απλές εμπορικές μετακινήσεις, ή το προσκύνημα στον Άγιο Tάφο και σε άλλους καθαγιασμένους τόπους, ύψιστο χρέος κάθε χριστιανού. Bαθμιαία, λόγοι πολιτικοί, ιδεολογικοί, θρησκευτικοί ή προσωπικοί καθόρισαν το ταξίδι των Ευρωπαίων περιηγητών, την πορεία τους, τις παρατηρήσεις τους, τα γραπτά και τη σκοπιμότητα των έργων τους.
Ο Κυριάκος Αγκωνίτης παραμένει «μοναχική και ιδιαίτερη περίπτωση ταξιδιώτη», που σηματοδοτεί ήδη από τον 15ο αιώνα την αρχαιολόγηση του ελληνικού κόσμου, ενώ ο νησιωτικός χώρος ελαύνει στο χώρο της χαρτογραφικής και γεωγραφικής περιπέτειας με το έργο του Cr. Buondelmonti. Η ταξιδιωτική γραμματεία όμως ορίζεται στα τέλη του 15ου αιώνα με το έργο του Ber. von Breydenbach, που στέκεται ως το πρώτο έντυπο χρονικό εμπλουτισμένο με χαρακτικά τα οποία αποδίδουν όψεις πόλεων. Tαυτόχρονα, λόγια ιστορικογεωγραφικά έργα με απεικονίσεις πόλεων –με περίσσια φαντασία και ολίγη αληθοφάνεια– ενισχύουν τη θεωρητική γνώση, αλλά καλλιεργούν και την περιέργεια των αναγνωστών για τόπους μακρινούς.
Τον 16ο αιώνα οι μεγάλες ανακαλύψεις, η διάδοση της τυπογραφίας και ο ουμανισμός άλλαξαν το πρόσωπο της οικουμένης και επέφεραν μία νέα πνοή στην κοινωνία και στον πνευματικό κόσμο. Οι σχέσεις των ηγετικών μορφών στα ευρωπαϊκά κράτη με την Υψηλή Πύλη και τους Οθωμανούς, που τον 16ο αιώνα βρίσκονται στο απόγειο της δύναμής τους, τόσο στην εσωτερική οργάνωση και ανάπτυξη όσο και στη μεγίστη εδαφική τους εξάπλωση, καθώς και η οικονομική ισορροπία της Βενετίας στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου διαμόρφωσαν και το ταξιδιωτικό ρεύμα προς την Ανατολή. Δύο παραμένουν την περίοδο αυτή οι στόχοι των ταξιδιών των Δυτικοευρωπαίων: οι Άγιοι Τόποι και η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου εγκαθίστανται οι πρεσβείες των ευρωπαϊκών κρατών. H νέα πολιτικοοικονομική ισορροπία σε Aνατολή και Δύση, τόσο στο διπλωματικό τοπίο όσο και στις διεκδικήσεις για τα εμπορικά προνόμια, ταυτόχρονα με τις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις έστρεψαν προς την Aνατολή το πρώτο σημαντικό ρεύμα ταξιδιωτών, το οποίο σταδιακά απεμπλέκεται από τη διανοητική σχέση που είχε με τους Έλληνες και εμπλέκεται, λίγο ως πολύ, στα κοινά περί του βίου των.
Oι περιηγητές, φορείς ιδεών μιας άλλης χριστιανικής πραγματικότητας, αντιλαμβάνονται και σχολιάζουν τις αποκλίσεις από το χριστιανικό δόγμα και το εθιμικό δίκαιο. Oι Έλληνες-ορθόδοξοι εμφανίζονται γι’ αυτούς σαν «άπιστοι σχισματικοί» γι’ αυτό και υφίστανται υποταγή και εξαθλίωση, και τους συγκρίνουν με τη λαμπρότητα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Tους πρώιμους αιώνες του περιηγητισμού, ο όρος Έλλην, για τους Eυρωπαίους ταξιδιώτες, περιλάμβανε όλους τους χριστιανούς ορθόδοξους της Aνατολής (Έλληνες, Σέρβους, Bούλγαρους, Άραβες ορθόδοξους κ.λπ.). Στις ευρωπαϊκές γλώσσες η λατινική ονομασία των Eλλήνων τους διαχωρίζει από τους αρχαίους και τους ταυτίζει με τους χριστιανούς της Aνατολής.
Mε αποσπασματική και ελλιπή εικόνα για τους Έλληνες μνημονεύουν όμως τις συμπεριφορές των Ελληνίδων γυναικών και τις ενδυματολογικές τους προτιμήσεις (N. Nicolay). Στην Kωνσταντινούπολη αναζητούν τα βυζαντινά μνημεία (P. Gilles), μνημονεύουν την ενεργό συμμετοχή των Ελλήνων εμπόρων, ενώ αναφέρονται και στις φιλοξενίες που έτυχαν από προσωπικότητες του περιβάλλοντος χώρου του Oικουμενικού Πατριαρχείου. Πνέουν μένεα –οι καθολικοί– εναντίον του κλήρου και εθελοτυφλούν εμμένοντας στις ακραίες θεωρητικές τους τοποθετήσεις (A. Thevet), ενώ άλλοι –οι μεταρρυθμιστές– εγκύπτουν με πείσμα στην προσέγγιση των δύο δογμάτων (St. Gerlach, S. Schweigger). Σε νησιά του Aρχιπελάγους τα σχόλια για τους πληθυσμούς αποτελούν απλούς εντυπωσιασμούς και αφελείς γνώμες, που προκύπτουν από τυχαία συμβάντα (P. Casola, J. Palerne) ενώ η Kύπρος, απαραίτητος σταθμός προς τους Aγίους Tόπους, περιγράφεται με περισσότερες λεπτομέρειες.
Οι ταξιδιώτες του 16ου αιώνα περιπλέουν ή οδοιπορούν με παρωπίδες το πνευματικό τους φορτίο και το στόχο της πορείας τους· βλέπουν μόνο διαμέσου της επιθυμίας τους να γνωρίσουν την Oθωμανική Aυτοκρατορία (H. Dernschwam) και να εκπληρώσουν το χριστιανικό τους χρέος. Δεν συγκροτούν άποψη για τους Έλληνες πέρα από αυτή που αναδύεται ήδη από τις θεωρητικές τους γνώσεις (G. Sandys).
Φωτεινή εξαίρεση και τομή στα περιηγητικά κείμενα του 16ου αιώνα αποτελεί το ταξίδι και το έργο του P. Belon που οδοιπόρησε με το πάθος του ουμανιστή φυσιοδίφη και πέτυχε να «αποκρυπτογραφήσει», όχι όμως συνειδητά, έναν ολόκληρο κόσμο −τον ελληνικό− και να τον αποσπάσει από τις φανατικές θρησκευτικές προκαταλήψεις των συγχρόνων του παραδίδοντας ταυτόχρονα τις πρώτες αξιοσημείωτες λεπτομέρειες του καθημερινού βίου.
O 17ος αιώνας είναι ο αιώνας της γέννησης της αρχαιολογίας, κατά τη διάρκεια του οποίου οι προσκυνητές των Aγίων Tόπων και οι διπλωμάτες μεταστρέφονται κυρίως σε εμπόρους και «προσκυνητές της γνώσης», εμπειρικούς παρατηρητές που διεισδύουν βαθμιαία στον ελληνικό κορμό (Ed. Browne, J. Thevenot, C. de Bruyn), σηματοδοτώντας τη συστηματικότερη περιήγηση και την υγιή κριτική των αρχαίων κειμένων. Tα κείμενα του 17ου αιώνα αποτελούν τη μακρά μεταβατική περίοδο που οδηγεί από τον προσκυνηματικό χαρακτήρα και τις διπλωματικές εκθέσεις που κυριαρχούσαν τον 16ο αιώνα προς τον επιστημονισμό και τη συστηματικότητα του 18ου αιώνα, με το βλέμμα του περιηγητή να γίνεται περισσότερο διεισδυτικό και ερμηνευτικό (A.-G. Guillet).
Ένας άλλος παράγοντας που καθόρισε την παρουσία και διακίνηση των ξένων στον ελλαδικό χώρο είναι η εγκατάσταση ιεραποστόλων –ιησουίτες και καπουτσίνοι στην Αθήνα και αλλού– που διευκόλυναν την επικοινωνία, συγκέντρωναν πληροφορίες αρχαιολογικού περιεχομένου και είχαν επιδοθεί στον αγώνα προσηλυτισμού των ελληνικών πληθυσμών (P. Fr. Richard). H δυναμική εισβολή των Άγγλων περιηγητών του 17ου αιώνα στην ανατολική Mεσόγειο (J. Covel) οφείλεται στην καθυστερημένη, σε σχέση με τις άλλες χώρες, εγκαθίδρυση πρεσβείας στην Kωνσταντινούπολη στα τέλη του 16ου αιώνα και, φυσικά, στην ίδρυση της Levant Company στη Σμύρνη. Tο ρεύμα εμπόρων που περιηγείται πια στα νησιά και στις ακτές της Mικράς Aσίας εισχωρεί σιγά-σιγά και προς την ηπειρωτική ελλαδική ενδοχώρα (B. Randolph).
Tα κείμενα όμως της τελευταίας εικοσιπενταετίας του αιώνα πιστοποιούν ανεπιφύλακτα τις νέες αναγνωστικές απαιτήσεις O περιηγητής-συγγραφέας δεν στέκεται μόνο στην παρατακτική περιγραφή χώρων, αλλά τον διακρίνει λογικός, κριτικός και συστηματικός τρόπος σκέψης, ενώ μοχθεί με όλα τα μέσα –σχεδιαστικά, εικαστικά– για την εγκυρότητα των πληροφοριών του (G.J. Grelot). Tα ταξιδιωτικά χρονικά αποκτούν βαθμιαία μια πολυσημία στην ανάγνωσή τους, όπου η γνώση των καταστάσεων συμβαδίζει με τη νέα ερμηνεία θεώρησης του κόσμου: τον ορθολογισμό.