17ος - 18ος αι.




    17ος-18ος αιώνας

    O αρχαίος κόσμος και ο νεότερος ελληνισμός

    Ως τον 17ο αιώνα η Aθήνα παρέμενε ένας αχνός χώρος, περισσότερο ζωντανός στη σκέψη των λογίων της Δύσης, που από την Αναγέννηση και μετά επιδόθηκαν συστηματικά στην αρχαία ελληνική γραμματεία, φιλοσοφία και, αργότερα, αρχαιορωμαϊκή τέχνη. Στα 1670-75 η πόλη των Aθηνών εισέρχεται αιφνιδιαστικά στην ευρωπαϊκή συνείδηση με τα πρώτα τοπογραφικά σχεδιαγράμματα της περιοχής και με το ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον, που τροφοδοτείται με σχετικές δημοσιεύσεις (J. Spon, G. Wheler, C.F.Ol. Marquis de Nointel, J. Giraud). O βομβαρδισμός του Παρθενώνα το 1687 και οι αποτυπώσεις των μνημείων από ταξιδιώτες αναδεικνύουν την πόλη, σε επίπεδο συμβολικό αλλά και έμπρακτα, σε αρχαιολογικό χώρο μέγιστου ενδιαφέροντος. Έτσι τους επόμενους αιώνες εκατοντάδες επισκέπτες, ειδικοί και ειδήμονες, λογοτέχνες και ζωγράφοι, ρομαντικοί και πολιτικοί, οδηγήθηκαν σε ένα προσκύνημα στο χώρο κυρίως της Aκρόπολης και των μνημείων της αλλά και σε άλλες αρχαιολογικού ενδιαφέροντος τοποθεσίες.

    Τα λόγια γεωγραφικοϊστορικά έργα, τα οποία ενσωματώνουν πλουσιοπάροχα ασαφή μείξη στοιχείων για χώρους και ανθρώπους (μυθολογία, σύγχρονες γεωγραφικές ή και δημογραφικές παράμετροι, φιλολογικές ιστορήσεις), κορυφώνονται προς τα τέλη του 17ου αιώνα με τη χαρτογραφική κυρίως δραστηριότητα των Eνετών (V.-M. Coronelli) αλλά και με την άρτια τεχνική των Φλαμανδών και των Γερμανών (Ol. Dapper).

    Παράλληλα, η συγκρότηση αξιολογότατων συλλογών (κυρίως από ιδιώτες) με αρχαία έργα προερχόμενα από τη «γη αυτή του φωτός» –πολλές από τις οποίες κατέληξαν στα μεγάλα μουσεία των ευρωπαϊκών πόλεων– ήταν φαινόμενο που εντάσσεται στο γενικότερο πνεύμα ανάκτησης του αρχαιοελληνικού παρελθόντος. Aπό τον 17ο αιώνα πήρε διαστάσεις κοινωνικού φαινομένου, επιδημίας «θήρας αρχαιοτήτων», με το «σκοπό» του κλασικού ιδεώδους (ως πρότυπο της νέας φιλοσοφικής θεώρησης του κόσμου) «να αγιάζει» τα μέσα απόκτησης των έργων. Την ελληνική περιήγηση επιχειρούν πλέον μελετητές που με το πρόσχημα εμπορίου ή μελέτης έχουν την προοπτική να συλλέξουν αρχαιότητες και να προσεγγίσουν τον ελληνικό κόσμο κυρίως μέσα από τα μνημεία του (P. Lucas, R. Pococke).

    H είσοδος του 18ου αιώνα –αιώνα του ορθού λόγου και της συστηματικότερης περιήγησης– σημαδεύεται από το έργο του J. Pitton de Tournefort, ο οποίος πέτυχε να δώσει ταυτόχρονα σε ένα σύνολο τα σχετικά με τον αρχαίο κόσμο σε κάθε τοποθεσία, καθώς και την πρώτη συστηματική και αναλυτική παρουσίαση της νεότερης ελληνικής κοινωνίας ως εναργή εικόνα της φυσιογνωμίας του ελληνικού τόπου και τοπίου. Tο ταξίδι και το έργο του αποτέλεσαν πρότυπο των περιηγήσεων σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Kαθοριστικό επίσης διαγράφεται και το ταξιδιωτικό χρονικό, υπό μορφή επιστολών, της Lady Montague, στο οποίο οι πληροφορίες προέρχονται από τις βιωματικές της εμπειρίες, και επειδή ακριβώς προέρχονται από γυναικεία πένα κατατάσσονται ως εξαιρετικά σπάνιες και μοναδικές στα μέχρι τότε παρόμοια έργα.

    Tο φανταστικό βασίλειο, όπου τον 18ο αιώνα τοποθετήθηκε το ευρωπαϊκό όραμα της Ελλάδας, εκφράζεται εικονιστικά, με το θέμα να υπερτερεί της εικόνας και τη συγκίνηση να επιδιώκεται ως σημαντικότερη της αποτύπωσης. Πρωταγωνιστές της διαδικασίας για την προβολή της αρχαιοελληνικής καλαισθησίας υπήρξαν τόσο ο Γερμανός κλασικιστής J.J. Winckelmann (1755), ο οποίος με τα έργα του διακήρυξε τον «υπέρτατο ανθρωπισμό των Eλλήνων» όσο και η εταιρεία των Dilettanti (επιστημονικοταξιδιωτική βρετανική λέσχη). H γενιά αυτή των αρχιτεκτόνων, αρχαιολόγων και φιλολόγων θέτει τα βασικά ζητήματα της μελέτης της ελληνικής αρχαιολογίας που πυροδοτήθηκε κυρίως χάρις σε μνημειακές εκδόσεις που προκάλεσαν τον ενθουσιασμό του ευρωπαϊκού κοινού (J. Stuart/ N. Revett).

    H Αρχαιότητα γίνεται πρότυπο ζωής, μόρφωσης, ήθους, και η αναζήτησή της μετουσιώνεται στα ερείπια. Έτσι, η διαδικασία εξιδανίκευσης της Αρχαιότητας άρχισε με την ύψιστη δοξασία ότι η «μοναδική πηγή των προτύπων ζωής και μόρφωσης ήταν η αρχαία Eλλάδα». Οι περιηγητές επιφορτίζονται με την καταγραφή μνημείων στον ευρύτερο χώρο του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, αλλά στο έργο τους αναδύεται δειλά και ένα καινοφανές ενδιαφέρον για τον σύγχρονο ελληνισμό, που απορρέει από την πεποίθηση ότι οι νεότεροι Έλληνες αποτελούν ζωντανά μνημεία του πολιτισμού που έλαμψε στις ίδιες περιοχές κατά την Αρχαιότητα (R. Chandler).

    Το έργο του P.A. Guys, αποτέλεσμα κλασικών ονειροπολήσεων αλλά και μακράς ελληνικής εμπειρίας, εγκαινίασε την αντίληψη ότι οι σημερινοί Έλληνες είναι απόγονοι των αρχαίων. Ομοιότητες και αναλογίες που διατηρήθηκαν διαμέσου των αιώνων στο χαρακτήρα, στις ασχολίες, στις συμπεριφορές και σε όλες τις απλές καθημερινές κοινωνικές εκδηλώσεις του βίου τους. Aκόμα και τα θρησκευτικά ήθη και έθιμα, οι δοξασίες και οι τελετουργίες εγγράφονται στη σφαίρα της νέας ανθρωπολογικής διερεύνησης και, πάντα κατά τον Guys, ανάγονται στην Αρχαιότητα.

    H δυναμική εισβολή του ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος οδηγεί σε λεπτομερείς περιγραφές, πάντοτε όμως με τη φλύαρη παράθεση του ιστορικού παρελθόντος, ενώ οι περιηγήσεις εξαπλώνονται όλο και περισσότερο στον αιγαιακό νησιωτικό χώρο (Ch.-S. Sonnini de Manoncourt, Cl. Savary).

    Oι Άγιοι Tόποι παραμένουν πάντοτε πρώτης προτεραιότητας προορισμός των Δυτικοευρωπαίων χριστιανών καταλαμβάνοντας επίσης αντίστοιχο χώρο στα χρονικά των ταξιδιωτών. Tαυτόχρονα η Aίγυπτος βαθμιαία αναδεικνύεται σε τόπος όχι μόνον ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικός του αραβικού μουσουλμανικού κόσμου, αλλά αναφαίνεται και ως νέος ανεξάντλητος χώρος για τα αρχαιολογικά τους ενδιαφέροντα.

    Ιόλη Βιγγοπούλου

    Ερευνήτρια, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/ΕΙΕ


Επιλεγμένη Χρονική Περίοδος: 17ος - 18ος αι.