Ηράκλειο

Κείμενα | Εικόνες | Ιστορικό Σημείωμα

Ιστορικό Σημείωμα

    Το Ηράκλειο πιθανότατα υπήρχε ως οργανωμένος οικισμός ήδη από τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Οι Άραβες έδωσαν τον 9ο αιώνα στην πόλη το όνομα Χάνδακας, και την έκαναν πρωτεύουσα του εμιράτου της Κρήτης ενώ μετά την ανακατάληψη του νησιού το 961 από το Νικηφόρο Φωκά ο Χάνδακας έγινε έδρα του δούκα της Κρήτης. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης κατά την Δ΄ Σταυροφορία, το 1204, η Κρήτη παραχωρήθηκε στον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό. Στη συνέχεια, μετά από συμφωνία δόθηκε στους Βενετούς οι οποίοι κατέλαβαν το νησί το 1210. Η πόλη ήκμασε στους επόμενους αιώνες, και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, λόγω των στενών επαφών της Κρήτης κυρίως με την Ιταλία, αναδείχθηκε σε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο. Η πόλη επεκτάθηκε έξω από τα τείχη και τα προάστια (οι βούργοι) καταλάμβαναν έκταση διπλάσια της τειχισμένης πόλης. Για τον λόγο αυτό, στο τέλος του 15ου αιώνα χτίστηκαν νέες οχυρώσεις γύρω από τις καινούριες συνοικίες της πόλης, με χρήση των νεώτερων τεχνικών της οχυρωματικής τέχνης. Οι Βενετοί κόσμησαν τον Χάνδακα με λαμπρά οικοδομήματα και η πόλη προσείλκυσε ζωγράφους και συγγραφείς που εξέφραζαν το αναγεννησιακό πνεύμα στο κρητικό ιδίωμα. Στα μέσα του 16ου αιώνα ιδρύθηκε στον Χάνδακα η Ακαδημία των Stravaganti. Παράλληλα οι Βενετοί ανοικοδόμησαν τα τείχη της πόλης αξιοποιώντας τις πιο σύγχρονες οχυρωματικές τεχνικές. Στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα, όταν γενικός προβλεπτής ήταν ο Φραγκίσκος Μοροζίνι, έγιναν σημαντικές παρεμβάσεις στον αστικό ιστό.

    Στο λιμάνι της πόλης οικοδομήθηκαν μεγάλα νεώρια (arsenali) και στην άκρη του δυτικού λιμενοβραχίονα χτίστηκε το Κάστρο της Θάλασσας (Castello di Mare), το σημερινό Κούλε. Ο κεντρικός δρόμος της βενετικής πόλης ήταν η Ρούγα Μαΐστρα, η σημερινή οδός 25ης Αυγούστου, η οποία ξεκινούσε από το λιμάνι και κατέληγε στην Πλατεία των Δημητριακών (Piazza delle Biade) – τη σημερινή πλατεία Βενιζέλου – που είχε πάρει το όνομά της από το κτίριο των σιταποθηκών. Γύρω από την πλατεία αυτή βρίσκονταν το δουκικό παλάτι, η Λότζια (η λέσχη των ευγενών) και ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Μάρκου, που σώζεται ως σήμερα. Σημαντικοί ήταν επίσης οι καθολικοί ναοί του Σωτήρα Χριστού, ο οποίος κατεδαφίστηκε στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, του Αγίου Τίτου, ο οποίος κατέρρευσε το 1856 από ισχυρό σεισμό, καθώς και οι ορθόδοξοι της Αγίας Αικατερίνης των Σιναϊτών και του Αγίου Ματθαίου. Παράλληλα, για να εξασφαλίσουν τον εφοδιασμό της πόλης με νερό, οι Βενετοί κατασκεύασαν δύο μεγάλα υδραγωγεία. Οικοδόμησαν επίσης δημόσιες κρήνες, οι πιο γνωστές από τις οποίες είναι η κρήνη Bembo, η οποία χτίστηκε στα μέσα του 16ου αιώνα στη σημερινή πλατεία Κορνάρου, και η κρήνη Morrosini, γνωστή σήμερα ως «Λιοντάρια», που εγκαινιάστηκε το 1628.

    Το 1648, μετά την κατάληψη των υπόλοιπων πόλεων της Κρήτης από τους Οθωμανούς, ξεκίνησε η πολιορκία του Χάνδακα η οποία διήρκεσε εικοσιένα χρόνια. Στην τελευταία φάση της πολιορκίας τη διοίκηση των βενετικών στρατευμάτων είχε ο Φραγκίσκος Μοροζίνι ενώ επικεφαλής του οθωμανικού στρατού και στόλου ήταν ο μεγάλος βεζίρης Αχμέτ Κιοπρουλού. Τελικά οι Βενετοί αναγκάστηκαν να παραδώσουν τον Χάνδακα τον Σεπτέμβριο του 1669. Η πλειονότητα των κατοίκων της πόλης τούς ακολούθησε στην αποχώρησή τους. Οι Οθωμανοί διατήρησαν τον Χάνδακα ως έδρα του διοικητή της Κρήτης και κόσμησαν με τη σειρά τους την πόλη με κρήνες και λουτρά. Πολλές εκκλησίες μετατράπηκαν σε μουσουλμανικά τεμένη. Το 1725 χτίστηκε η εκκλησία του Αγίου Μηνά ως ορθόδοξος μητροπολιτικός ναός της πόλης. Από τα τέλη του 17ου αιώνα ξεκίνησε ο εξισλαμισμός μεγάλου μέρους του πληθυσμού της Κρήτης. Σύμφωνα με τον Γάλλο περιηγητή J. Pitton de Tournefort, το 1700 στον Χάνδακα κατοικούσαν 10.000 Μουσουλμάνοι, 1.000 Εβραίοι, 200 Αρμένιοι και 800 Έλληνες. Στο δεύτερο τέταρτο του 18ου αιώνα λειτουργούσαν στο Χάνδακα πολλά σαπωνοποιεία ενώ από το λιμάνι της πόλης εξαγόταν λάδι και περίφημο κρητικό κρασί. Στις αρχές του 19ου αιώνα στα εξαγόμενα προϊόντα προστέθηκαν τα αμύγδαλα, η σταφίδα, ο λιναρόσπορος, τα χαρούπια, η ξυλεία, τα ακατέργαστα δέρματα και το μετάξι. Η πόλη καταστράφηκε πολλές φορές από σεισμούς, όπως αυτόν του 1810 στον οποίο σκοτώθηκαν 10.000 κάτοικοι. Πριν την επανάσταση του 1821 στην πόλη υπήρχαν 4.000 μουσουλμανικές και 1.200 χριστιανικές εστίες ενώ το 1832 καταγράφηκαν 2.000 μουσουλμανικές και 500 χριστιανικές εστίες. Τον Ιούνιο του 1821 έγινε σφαγή των Χριστιανών και υπολογίζεται ότι δολοφονήθηκαν 800 άνθρωποι. Μετά την Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε η έξοδος των Τουρκοκρητικών (εξισλαμισμένοι Κρητικοί), που ολοκληρώθηκε ένα αιώνα αργότερα με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Την ίδια περίοδο άρχισε να χρησιμοποιείται το τοπωνύμιο Ηράκλειο για την πόλη ενώ οι ντόπιοι συνέχισαν να το ονομάζουν Μεγάλο Κάστρο. Το 1856 η πόλη καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από σεισμό και σκοτώθηκαν 538 κάτοικοι. Το 1881 το Ηράκλειο είχε 20.958 κατοίκους από τους οποίους 14.597 ήταν Μουσουλμάνοι και 6.361 Χριστιανοί. Οι διαδοχικές εξεγέρσεις των Χριστιανών του νησιού, που ζητούσαν την ένωση με την Ελλάδα, και οι συγκρούσεις στην ύπαιθρο της Κρήτης είχαν ως αποτέλεσμα να καταφύγουν στο Ηράκλειο πολλοί Μουσουλμάνοι από τα χωριά της κεντρικής και της ανατολικής Κρήτης. Η ένταση κορυφώθηκε με τη σφαγή των Χριστιανών και την πυρπόληση μεγάλου μέρους του Ηρακλείου τον Αύγουστο του 1898. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στην αποχώρηση του οθωμανικού στρατού από το νησί και την ίδρυση της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας. Το 1912 το Ηράκλειο προσαρτήθηκε στην Ελλάδα και το 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαταστάθηκαν στην πόλη 15.000 πρόσφυγες από την Ιωνία και ιδρύθηκε ο συνοικισμός της Νέας Αλικαρνασσού.

    Ο Χάνδακας (Candia), από τον 15ο αιώνα αποτέλεσε απαραίτητο σταθμό στο προσκυνηματικό ταξίδι από τη Βενετία προς τους Αγίους Τόπους και την ανατολική Μεσόγειο γενικότερα. Πολλοί ταξιδιώτες παρέμεναν στον Χάνδακα εβδομάδες ή ακόμη και μήνες, καθότι το λιμάνι αποτελούσε κέντρο εμπορικών συναλλαγών. Μετά την οθωμανική κατάκτηση και ως τα μέσα του 19ου αιώνα ενώ δεν προσείλκυσε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των ταξιδιωτών, εν τούτοις για το νησί ανθολογούμε σημαντικές μονογραφίες που αφορούν βοτανολογικές ιδιαιτερότητες της νήσου, χωροταξικές μελέτες, αρχαιολογικές και επιγραφικές έρευνες ενώ το Κρητικό Ζήτημα διαπερνά τα ταξίδια με αποχρώσεις δημοσιογραφικής ανταπόκρισης.

    Ενδεικτική Βιβλιογραφία

    Ξανθουδίδης Στέφανος, Επίτομος ιστορία της Κρήτης : από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ' ημάς. Μετά 30 εικόνων εντός του κειμένου και ενός χάρτου της Κρήτης, Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία, εν Αθήναις 1909.

    Ξανθουδίδης Στέφανος, Η Ενετοκρατία εν Κρήτη και οι κατά των Ενετών αγώνες των Κρητών, Texte und Forschungen zur byzantinisch-neugriechischen Philologie, Nr. 34, Byzantinisch-Neugriechischen Jahrbücher, Αθήνα 1939.

    Καλλιβρετάκης Λεωνίδας, «Η Κρήτη 1829-1869, Μεταξύ δύο επαναστάσεων», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 4, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003, σελ. 373-388.

    Καλλιβρετάκης Λεωνίδας, «Κρήτη 1871-1913, Το τέλος της Οθωμανικής κυριαρχίας», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 5, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003, σελ. 327-342.