Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, η Σμύρνη συμπεριλήφθηκε στην Αυτοκρατορία της Νικαίας. Το 1303 έπεσε στα χέρια του Ουμούρ μπέη, γιου του εμίρη Αϊδινίου. Το 1344 κατέλαβαν την κάτω πόλη οι Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου ενώ οι Τουρκομάνοι διατήρησαν τον έλεγχο της ακρόπολης. Το 1402, μετά την ήττα των Οθωμανών στην Άγκυρα, ο Ταμερλάνος, κατέλαβε τη Σμύρνη και κατέσφαξε τον πληθυσμό της. Το 1425 η πόλη προσαρτήθηκε στο Οθωμανικό Κράτος αλλά το 1475 υπέστη επιδρομή των Βενετών. Η ακμή της Σμύρνης ξεκίνησε στα τέλη του 16ου αιώνα, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να παραχωρεί δικαιώματα εξαίρεσης από τη φορολογία και ετεροδικίας στους ξένους υπηκόους, στο πλαίσιο των διομολογήσεων (capitulations). Αποτέλεσμα των διομολογήσεων ήταν η ίδρυση και η ακμή πολλών εμπορικών εταιρειών όπως η βρετανική Levant Company. Στους επόμενους αιώνες, στη Σμύρνη συγκεντρώνονταν προϊόντα όπως μεταξωτά από την Προύσα, μαλλί από την Άγκυρα και φυτικά χρώματα από τη δυτική Μικρά Ασία, και από εκεί εξάγονταν στη δυτική Ευρώπη.
Η οικονομική ακμή της Σμύρνης είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της πόλης. Το 1707 ιδρύθηκε το πρώτο ελληνικό σχολείο από τον Διαμαντή Ρύσιο, παππού του Αδαμάντιου Κοραή. Το 1733 ιδρύθηκε το σχολείο που αποτέλεσε τον πρόδρομο της Ευαγγελικής Σχολής ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα ιδρύθηκε, με πιο προοδευτική κατεύθυνση, το Φιλολογικό Γυμνάσιο στο οποίο δίδαξαν μεταξύ άλλων ο Κωνσταντίνος Κούμας και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος. Λόγω αντιδράσεων συντηρητικών κύκλων και έντονων αντιπαραθέσεων, το Φιλολογικό Γυμνάσιο έκλεισε το 1819. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Οικονόμο, το 1817 «το κοινόν των Γραικών διοικείται από πέντε δημογέροντας και δώδεκα εφόρους, τους ονομαζομένους δωδεκάνους, οίτινες αλλάσσονται κατ’ έτος» ενώ λειτουργούσαν στην πόλη ενενήντα πέντε συντεχνίες (σινάφια) τα οποία «εάν εξαιρέσης απ’ ολίγα ολίγους αλλοεθνείς, συνίστανται όλα από Γραικούς».
Λόγω της καταστροφής του οθωμανικού στόλου από τον ρωσικό κατά τη ναυμαχία του Τσεσμέ, το 1770 έγιναν στη Σμύρνη σφαγές Χριστιανών. Στα χρόνια πριν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, η Σμύρνη έγινε το κέντρο της δραστηριότητας των Φιλικών της Σάμου, της Πάτμου και των Κυδωνιών (Αϊβαλί). Όταν ξέσπασε η επανάσταση λεηλατήθηκαν και πάλι οι χριστιανικές συνοικίες και πολλοί ελληνορθόδοξοι κάτοικοι δολοφονήθηκαν, ενώ ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων κατέφυγε στα νησιά των Κυκλάδων και το Ναύπλιο. Το 1849 η Σμύρνη έγινε έδρα του βιλαετίου (περιφέρειας) Αϊδινίου.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, λόγω της βελτίωσης των συγκοινωνιών προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και ειδικότερα της επέκτασης του σιδηροδρομικού δικτύου, σημειώθηκε μεγάλη αύξηση των εξαγωγών, τόσο προς τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες όσο και προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ως τα μέσα του 19ου αιώνα το λιμάνι της Σμύρνης είχε αναδειχθεί στον σημαντικότερο εμπορικό κόμβο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στα προϊόντα που εξάγονταν από τη Σμύρνη προστέθηκαν το βαμβάκι, η σταφίδα, η γλυκύρριζα, τα σύκα, το όπιο, τα δέρματα και τα καπνά. Εμπορικές οικογένειες, με καταγωγή κυρίως από τη Χίο, όπως οι Ροδοκανάκηδες, οι Πετροκόκκινοι και οι Ράλληδες, άρχισαν να παίζουν σημαντικό ρόλο στο εξαγωγικό εμπόριο της Σμύρνης. Παράλληλα με την οικονομική ανάπτυξη άρχισε να αλλάζει και η όψη της πόλης. Από τα μέσα του 19ου αιώνα η Σμύρνη άρχισε να ανοικοδομείται σύμφωνα με τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της δυτικής Ευρώπης.
Το 1899, σύμφωνα με τον Ιωάννη Κάλφογλου, η Σμύρνη είχε δέκα νηπιαγωγεία, οχτώ ελληνικά δημοτικά σχολεία, τρία παρθεναγωγεία και έξι λύκεια. Από τα σχολεία ξεχώριζε η Ευαγγελική Σχολή, η οποία διέθετε βιβλιοθήκη 30.000 τόμων. Η πόλη διέθετε διακόσια πενήντα πέντε τυπογραφεία και εκδίδονταν επτά εφημερίδες και τρία περιοδικά στα τουρκικά, έξι στα γαλλικά, τέσσερα στα ελληνικά, ένα στα αρμένικα και τέσσερα στα ισπανοεβραϊκά.
Στις 2 Μαΐου 1919 ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη. Σύμφωνα με τη Συνθήκη των Σεβρών (1920), η πόλη και η περιοχή της θα περιερχόταν στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια εάν ο πληθυσμός της το επιθυμούσε. Στις 27 Αυγούστου 1922, η πόλη καταλήφθηκε από τους Τούρκους εθνικιστές. Πολλοί από τους Έλληνες και Αρμένιους κατοίκους της πόλης και τους πρόσφυγες που είχαν συρρεύσει από την ενδοχώρα σφαγιάστηκαν. Οι χριστιανικές συνοικίες της πόλης καταστράφηκαν από πυρκαγιά που ξεκίνησε από την αρμένικη συνοικία.
Πληθυσμός
Το 1631, σύμφωνα με τον Jean Baptiste Tavernier, στη Σμύρνη κατοικούσαν 60.000 Τούρκοι, 15.000 Έλληνες, 8.000 Αρμένιοι και 7.000 Εβραίοι, σε σύνολο 90.000 κατοίκων, ενώ κατά τον Spon το 1675 η Σμύρνη είχε πληθυσμό 55.000 κατοίκους, από τους οποίους 30.000 ήταν Τούρκοι, 10.000 Έλληνες και 15.000 Εβραίοι. Από τα μέσα όμως του 18ου αιώνα, διαπιστώνεται ένα ρεύμα μαζικής μετανάστευσης από τα νησιά του Αιγαίου και την ηπειρωτική Ελλάδα προς τη Μικρά Ασία, το οποίο οδήγησε στην αλλαγή της δημογραφικής κατάστασης και και της Σμύρνης. Σύμφωνα με τον Γάλλο γεωγράφο Vital Quinet, το 1894 η Σμύρνη είχε 200.000 κατοίκους από τους οποίους 89.000 ήταν Μουσουλμάνοι, 52.000 Ελληνορθόδοξοι, 5.628 Αρμένιοι, 16.000 Εβραίοι, 1.063 Λεβαντίνοι (καθολικοί Οθωμανοί υπήκοοι) και 36.309 ξένοι υπήκοοι. Κατά τον Ιωάννη Κάλφογλου, το 1899 η Σμύρνη είχε 200.000 κατοίκους από τους οποίους 115.000 ήταν Ρωμιοί ορθόδοξοι, 50.000 Μουσουλμάνοι, 17.000 Εβραίοι, 13.000 Αρμένιοι, 8.000 Καθολικοί και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή του 1914, στην επαρχία (καζά) της Σμύρνης κατοικούσαν 211.013 κάτοικοι, από τους οποίους 100.356 ήταν Μουσουλμάνοι, 73.676 Ρωμιοί, 10.874 Αρμένιοι, 24.069 Εβραίοι, 1.785 Λεβαντίνοι και 253 Διαμαρτυρόμενοι. Αντίθετα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Γεώργιος Σωτηριάδης, το 1919 στον καζά της Σμύρνης κατοικούσαν 416.494 κάτοικοι, από τους οποίους 96.250 ήταν Τούρκοι, 243.879 Έλληνες, 7.628 Αρμένιοι, 415 Βούλγαροι, 16.450 Εβραίοι και 51.872 άλλων εθνικοτήτων.
Η Σμύρνη στα περιηγητικά έργα
H Σμύρνη, πρόπυλο από αιώνες της εμπορικής οδού που οδηγούσε προς τον πλούτο της Aνατολίας, κόμβος όπου κατέληγαν οι θαλάσσιοι δρόμοι της Δύσης, αναδείχτηκε στα περιηγητικά έργα, από τον 18ο κυρίως και όλο τον 19ο αιώνα, και δεν εξαιρέθηκε σχεδόν από κανένα δρομολόγιο οποιουδήποτε ταξιδιωτικού στόχου (εκκλησιαστικού, διπλωματικού, εμπορικού, αρχαιολογικού ή καλλιτεχνικού, ψυχαγωγικού κ.λπ.). Kαταλαμβάνει έτσι τη δεύτερη θέση, στη συχνότητα περιγραφών, μία μικρογραφία σχεδόν της Kωνσταντινούπολης, απ’ όπου εκκινούσαν ή κατέληγαν όλες οι περιηγήσεις, είτε προς την ενδοχώρα είτε προς όλο τον θαλάσσιο χώρο ανάμεσα στη μικρασιατική ακτή και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Στα κείμενα των περιηγητών κυριαρχούν ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της πολιτείας, με πνεύμονα το λιμάνι της, οι πολύ ζωντανές εικόνες από τη ζωή του εμπορίου και η πολυχρωμία των διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Quinet Vital, La Turquie d'Asie, Géographie Administrative, Statistique Descriptive et Raisonnée de chaque province de l’Asie Mineure, Ernest Leroux, Παρίσι 1894.
Clogg R., «Smyrna in 1821: Documents from the Levant Company Archives in the Public Record Office», Μικρασιατικά Χρονικά, 15 (1972),σελ. 313-371.
Φραγκάκη - Syrett Έλενα, The Commerce of Smyrna in the Eighteenth Century, (1700-1820), ΚΜΣ, Αθήνα 1992.
Daniel Goffman και Bruce Alan Masters, The Ottoman City Between East and West: Aleppo, Izmir, and Istanbul, By Edhem Eldem, Cambridge University Press, 1999.
Κάλφογλου Ιωάννης Ζ., Ιστορική Γεωγραφία της Μικρασιατικής Χερσονήσου, ΚΜΣ, Αθήνα 2002.
Αναγνωστοπούλου Σία, «The process of defining Izmir’s “historical national mission” in the 19th century-1919»,
Anagnostopoulou Sia, The passage from the Ottoman Empire to the Nation-States. The Case of the Greek State, Isis, Κωνσταντινούπολη 2004, σελ. 75-101.
Smyrnelis Marie-Carmen, «Une Société de soi. Identités et relations sociales à Smyrne aux XVIIIe et XIXe siècles», collection “Turcica”, vol. X, Peeters, Λουβέν 2006.
Georgelin Hervé, Σμύρνη, Από τον κοσμοπολιτισμό έως τους εθνικισμούς, Κέδρος, Αθήνα 2007.
Sakin Orhan, Osmanlı’da Etnik Yapı, 1914 Nüfusu, Ekim, İstanbul, 2008.
Σμυρνέλη, Μαρία-Κάρμεν, Σμύρνη η λησμονημένη πόλη 1830-1930: Μνήμες ενός μεγάλου μεσογειακού λιμανιού, Αθήνα, εκδ.Μεταίχμιο, 2008.