Τροία

Κείμενα | Εικόνες | Ιστορικό Σημείωμα

Ιστορικό Σημείωμα

    Το ζήτημα της ταύτισης της θέσης της ομηρικής Τροίας απασχόλησε τους Ευρωπαίους λόγιους από την περίοδο της Αναγέννησης. Ήδη σε αντίγραφο ενός ρωμαϊκού χάρτη γνωστού ως Tabula Peutingeriana, του 12ου ή 13ου αιώνα, επισημαίνεται η θέση της Αλεξάνδρειας Τρωάδας. Ο σουλτάνος Μεχμέτ Β΄ ο Πορθητής μάλιστα, γνωρίζοντας την ομηρική παράδοση, επισκέφτηκε την περιοχή μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.

    Ένα αιώνα πριν από τις ανασκαφές του Ερρίκου Σλήμαν, το 1768, ο βαρόνος Johann Hermann, φίλος και μαθητής του Johann Joachim Winckelmann, πατέρα της ιστορίας της αρχαίας ελληνικής τέχνης, ταύτισε πρώτος τον λόφο του Hisarlık με την ομηρική Τροία. Με την άποψη αυτή συμφώνησε το 1801 ο Edward Daniel Clarke, μετέπειτα καθηγητής ορυκτολογίας στο πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, και το 1863 ο Charles Maclaren, εκδότης της εφημερίδας The Scotsman, στο βιβλίο του The Plain of Troy Described.

    Άλλοι ερευνητές, με πρώτο τον αρχαιολόγο Jean Baptiste Lechevalier το 1785, πρότειναν ως θέση της Τροίας το Balı Dağ κοντά στο Pınarbaşı. Ο Αυστριακός διπλωμάτης και περιηγητής Johann Georg von Hahn έκανε ανασκαφές στην περιοχή αυτή και αποκάλυψε τα λείψανα οικισμού των αρχαϊκών ή κλασικών χρόνων. Ακόμη και μετά την έναρξη των ανασκαφών από τον Σλήμαν, μια ομάδα αρχαιολόγων από την Πρωσική Ακαδημία Επιστημών με επικεφαλής τον γνωστό ιστορικό Ernst Curtius, επισκέφτηκε το Pınarbaşı.

    Ο Σλήμαν επέλεξε τελικά το Hisarlık για να ξεκινήσει τις ανασκαφές, μετά από υπόδειξη του Frank Calvert, Βρετανού του οποίου η οικογένεια είχε εγκατασταθεί στο Τσανάκαλε στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο Calvert, ο οποίος χρημάτισε πρόξενος της Βρετανίας και αργότερα των ΗΠΑ στο Τσανάκαλε, είχε εξοικειωθεί με την τοπογραφία της περιοχής το 1849, όταν συνόδευσε τον Ρώσο γεωλόγο και φυσιοδίφη Piotr Thichatchev στην περιοδεία του. Το 1863 αγόρασε τη μισή έκταση του λόφου του Hisarlık και ξεκίνησε τις πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές. Σταμάτησε όμως τις έρευνες όταν διαπίστωσε την πολυπλοκότητα της στρωματογραφίας του λόφου και συνειδητοποίησε τον όγκο χρημάτων που θα απαιτούσαν οι έρευνες. Το 1868 συνάντησε τυχαία τον Σλήμαν, ο οποίος είχε επισκεφτεί το Pınarbaşı, και τον έπεισε να ξεκινήσει ανασκαφές στο Hisarlık. Ο Σλήμαν πέτυχε την έκδοση φιρμανιού το οποίο του επέτρεψε να ξεκινήσει ανασκαφές στην Τροία στις 11 Οκτωβρίου 1871. Δεν ακολούθησε όμως τη συμβουλή του Calvert, ο οποίος είχε εξοικειωθεί με την αρχαιολογική στρωματογραφία. Πεπεισμένος ότι η ομηρική Τροία πρέπει να βρισκόταν στο μεγαλύτερο βάθος, κατέστρεψε σε πολλά σημεία τα λείψανα της ύστερης εποχής του Χαλκού που σήμερα αντιστοιχούν στους οικισμούς Τροία VI-VII. Το 1873 ανακάλυψε το σύνολο των ευρημάτων που ονόμασε Θησαυρό του Πριάμου, τον οποίο τελικά παραχώρησε στο Μουσείο Προϊστορίας του Βερολίνου. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Θησαυρός του Πριάμου μεταφέρθηκε στη Μόσχα ως λάφυρο πολέμου. Μετά τον θάνατο του Σλήμαν, το 1892-3 τις ανασκαφές στην Τροία συνέχισε ο Wilhelm Dörpfeld. Οι έρευνες συνεχίστηκαν το 1932-3 από τον αμερικανό αρχαιολόγο Carl Blegen, ο οποίος ταύτισε την ομηρική Τροία με τον οικισμό VIIa, που φέρει ίχνη καταστροφής από πυρκαγιά και χρονολογείται μεταξύ των ετών 1300-1260 π.Χ. Οι ανασκαφές ξεκίνησαν και πάλι το 1988 και συνεχίζονται ως σήμερα.

    Ενδεικτική Βιβλιογραφία

    Antonova Irina-Tolstikov Vladimir-Treister Mikhail, The Gold of Troy, searching for Homer’s fabled city, Thames and Hudson, Λονδίνο 1996.

    Schliemann Heinrich, Ανταποκρίσεις από την Τροία, Ωκεανίδα, Αθήνα 2000.

    Brandau Birgit, Τροία, μια πόλη και ο μύθος της, οι τελευταίες ανακαλύψεις, Κονιδάρης, Αθήνα 2000.