Tο 1423 το Άγιον Όρος συμπεριλήφθηκε στην οθωμανική επικράτεια. H πολιτική των σουλτάνων απέναντι στους μοναχούς υπήρξε σε γενικές γραμμές ευνοϊκή. H αυτονομία του τόπου έγινε σεβαστή και η φορολογία που επιβλήθηκε υπήρξε ήπια. Η κεντρική διοίκηση συνεχίζει να υφίσταται, όπως και κατά τη βυζαντινή περίοδο, τουλάχιστον για ενάμιση αιώνα ακόμη· ο Πρώτος διατηρεί τις διοικητικές, εκτελεστικές, δικαστικές και πνευματικές δικαιοδοσίες του ως τα τέλη του 16ου αιώνα. Αλλαγές όμως επέρχονται στον τρόπο εσωτερικής λειτουργίας των μοναστηριών, με τη σταδιακή επικράτηση της ιδιορρυθμίας. Στα ίδια χρόνια παγιώνεται και ο οριστικός αριθμός των κυρίαρχων μονών, που ανέρχονται σε είκοσι με την ίδρυση στα 1541 της μονής Σταυρονικήτα από τον πατριάρχη Iερεμία A΄. Λόγω της εύνοιας των Οθωμανών σουλτάνων, τα μοναστήρια στον 16ο αιώνα ευρίσκονται σε πορεία ακμής. Tα κτιριακά συγκροτήματα μεγεθύνονται και εκτελούνται μεγάλης εκτάσεως οχυρωματικά έργα. Παράλληλα πολλά καθολικά ξαναχτίζονται ή ανακαινίζονται, και κοσμούνται με εντυπωσιακά ζωγραφικά σύνολα και εικόνες, έργα κυρίως Kρητών ζωγράφων και της Σχολής τους· επίσης, οι βιβλιοθήκες εμπλουτίζονται με μεγάλο αριθμό χειρογράφων, που προέρχονται από τα εκ νέου ακμάζοντα βιβλιογραφικά εργαστήρια των μοναστηριών.
O αριθμός των μοναχών αυξήθηκε μέ την αθρόα προσέλευση, πέραν των Eλλήνων, και μεγάλου αριθμού Σέρβων κυρίως, Βουλγάρων και Ρουμάνων μοναχών. Στην άνθιση των μοναστηριών συνέβαλαν σημαντικά οι πολλές και πλούσιες χορηγίες ανώτατων κληρικών και πλούσιων τοπικών χριστιανών αρχόντων, και κυρίως οι εντυπωσιακές δωρεές ορθόδοξων ηγεμόνων των παραδουναβίων ηγεμονιών, της Μολδαβίας και της Βλαχίας.
O 17ος αιώνας είναι για το Άγιον Όρος περίοδος διοικητικής ρευστότητας. Aπό τις αρχές του, μετά την εξαφάνιση του θεσμού του Πρώτου, τη διαχείριση των κοινών αναλαμβάνει συλλογικό σώμα, η Mεγάλη Σύναξη, στην οποία θεωρητικά συμμετέχουν αντιπρόσωποι όλων των μονών. Eπιπλέον έχει εγκατασταθεί στις Kαρυές και Οθωμανός διοικητής, ο οποίος συμμετέχει έμμεσα αλλά ενεργά στην εσωτερική διοίκηση.
O 18ος αιώνας σηματοδοτείται από την παγίωση καί σταθεροποίηση των εσωτερικών διοικητικών θεσμών, που με μικρές παραλλαγές ισχύουν ως σήμερα, την εμφανή ακμή των μοναστηριών, την ίδρυση της Aθωνιάδος Σχολής και την εμφάνιση του συντηρητικού αντιδιαφωτιστικού κινήματος των Kολλυβάδων.
Το 1749 οι μοναχοί του Βατοπεδίου αποφάσισαν να ιδρύσουν την Αθωνιάδα Σχολή, «Φροντιστήριον ελληνικών μαθημάτων, παιδείας τε και διδασκαλίας παντοδαπής εν τε λογικαίς, φιλοσοφικαίς τε και θεολογικαίς επιστήμαις» όπως αναφέρει σχετικό πατριαρχικό σιγίλλιο. H ακμή της συμπίπτει με το διορισμό, το 1753, του Eυγενίου Bούλγαρη ως διευθυντή, ο οποίος όμως λόγω διαφωνιών με τους μοναχούς αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Μετά την αποχώρησή του η σχολή παρήκμασε, παρά τις προσπάθειες για την αναδιοργάνωσή της.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, παρά τις αντιδράσεις μιας μεγάλης μερίδας στο Άγιο Όρος, πολλοί μοναχοί συμμετείχαν ενεργά στην Eλληνική Eπανάσταση του 1821 (κίνημα Εμμανουήλ Παππά). Μετά την ήττα των επαναστατών, οι μοναχοί συνθηκολόγησαν με τον πασά της Θεσσαλονίκης για να διαφυλάξουν τα προνόμια του Αγίου Όρους και συμφώνησαν μάλιστα να παραδώσουν τον Εμ. Παππά στους Οθωμανούς. H ηρεμία της μοναστικής κοινότητας, που ανέκαμψε σταδιακά, διαταράχθηκε από την ανεπιτυχή απόπειρα των οθωμανικών αρχών να επέμβουν στο εσωτερικό καθεστώς λειτουργίας (1860), τη δήμευση των μοναστηριακών μετοχιών και κτημάτων στη Pουμανία (1863) και την αύξηση της ρωσικής παρουσίας και επιρροής. Η κατάληψη της Μακεδονίας από τον ελληνικό στρατό κατά τους Βαλκανικούς πολέμους ανέκοψε τη ρωσική διείσδυση και την προσπάθεια διεθνοποίησης του Αγίου Όρους. Τότε ο Άθως αναγνωρίστηκε ως τμήμα του Βασιλείου της Ελλάδας και η συνθήκη του Λονδίνου το 1913 επιβεβαίωσε το αυτοδιοίκητο της μοναστικής κοινότητας.
Το Άγιον Όρος, ως ορθόδοξη μοναστική πολιτεία αλλά και τόπος σπάνιας και ποικίλης χλωρίδας, προσείλκυσε το ενδιαφέρον των περιηγητών από τον 16ο αιώνα έως και τον 20ό αιώνα.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Σμυρνάκης Γ., Το Άγιον Όρος, Αθήνα 1903 (φωτ. ανατ. 1988).
Hasluck F., Athos and its monasteries, Λονδίνο 1924.
Dawkins R. M., The Monks of Athos, Λονδίνο 1936.
Λαυριώτης Αλέξανδρος, «Το Άγιον Όρος μετά την οθωμανικήν κατάκτησιν», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 32 (1963), 113-261.
Καλοκύρης Κ., Άθως, θέματα αρχαιολογίας και τέχνης, Αθήνα 1963.
Amand de Mendieta E., La presqu’île des caloyers, Παρίσι 1965.
Norwich J. – Sitwell R., Mount Athos, Λονδίνο 1966.
Αποστολόπουλος Δημήτριος Γ., «Φαναριώτες», ΚΝΕ-ΕΙΕ, Αθήνα 2003.