Aπό οικογένεια φωτογράφων, ο Fr.-Fr. Boissonnas (1858-1946) ή Fred, φανατικός πεζοπόρος, ξεκίνησε από τη Γενεύη με τον αχώριστο φίλο και συνοδό στα ταξίδια του, τον ελληνιστή Daniel Baud-Bovy. Aπό το πρώτο τους ταξίδι, το 1903, και ως το 1920, φορτωμένοι με όλα τα στερεότυπα που είχαν καλλιεργηθεί στους ταξιδιώτες από τους προγενέστερους αιώνες, ταξίδεψαν και φωτογράφισαν παντού. Aναμετρήθηκε με το ελληνικό φώς, το κάλλος και τη μνήμη, διακόνησε στον σκοπό αυτό πάνω από τριάντα χρόνια με ζήλο και ακάματη εργασία και παρέδωσε μία Eλλάδα δικιά του, που παρουσιάζει το παρελθόν, το δικό του παρόν και εγγράφεται στο μέλλον. Yπηρέτησε με τον δικό του ρηξικέλευθο τρόπο και πρόβαλλε τη χώρα με όλη τη διαφάνεια και τη μοναδικότητα που το φως την περιβάλλει. Xάρις στο πάθος, το ταλέντο και την ευαισθησία του οραματιστή Boissonnas, μια νέα ματιά –στα μνημεία, στους ανθρώπους, και στα τοπία– υπενθυμίζει την αρμονία που υπήρχε πάντα στον χώρο αυτό. Φως, τοπία, ιστορία και άνθρωπος συνενώνονται σε μια μοναδική αποτύπωση που διδάσκει τον αλληλοσεβασμό, χαμένον πια μόλις έναν αιώνα αργότερα. Δωρική απλότητα κατέχει τις μορφές που στέκονται σαν να αποσπώνται από το λυρικό τοπίο, δωρική στιβαρότητα ντύνει τα μνημεία που παιχνιδίζουν στο κάθετο φως – όλα είναι λουσμένα με μια ιωνική λάμψη. Tον συνεπήρε η ζωή της υπαίθρου, έζησε την εμπειρία αυτή ουσιαστικά, αναζητώντας τις ρίζες του –όντας ο ίδιος από τη Νότια Γαλλία κοντά στον Pοδανό ποταμό που αποικίστηκε στα αρχαία χρόνια από Έλληνες θαλασσοπόρους– και κληροδότησε επτά χιλιάδες λήψεις, μόνο τα ελληνικά θέματα. Παντρεύτηκε την Augusta Magnin και από τα εννέα παιδιά του τα τρία έγιναν φωτογράφοι. Eμείς, σήμερα, μπορούμε και αντικρίζουμε εκτός από τον ελληνικό κόσμο και τη βαθιά πίστη, τον θαυμασμό και τη λατρεία που είχε αυτός ο ανεπανάληπτος συνδυασμός: φωτογράφος-καλλιτέχνης-φιλέλληνας, για ό,τι ελληνικό.