Κύπρος

Κείμενα | Εικόνες | Ιστορικό Σημείωμα

Ιστορικό Σημείωμα

    Το 1191, κατά τη διάρκεια της Γ΄ Σταυροφορίας, ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κατέλαβε την Κύπρο. Το νησί κυβερνούσε τότε ο Ισαάκιος Κομνηνός, ο οποίος είχε στασιάσει κατά του βυζαντινού αυτοκράτορα. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα η Κύπρος διοικήθηκε από τους Ναΐτες ιππότες και το 1192 πουλήθηκε στον Γκυ ντε Λουζινιάν, βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Αφού οι Μουσουλμάνοι ανακατέλαβαν τα τελευταία σταυροφορικά οχυρά στους Αγίους Τόπους, η Κύπρος έγινε έδρα των βασιλιάδων της Ιερουσαλήμ. Οι Λουζινιάν εισήγαγαν στο νησί τους δυτικούς φεουδαρχικούς θεσμούς, όπως είχαν κωδικοποιηθεί στις «Ασσίζες» (συλλογές νόμων) της Ιερουσαλήμ και της Χαμηλής Αυλής.

    Η βασιλική αυλή εγκαταστάθηκε στη Λευκωσία, όπου οικοδομήθηκε το παλάτι και ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας. Η Αμμόχωστος εξελίχθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα από μικρή πολίχνη σε ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της ανατολικής Μεσογείου. Μετά την πτώση του Άγιου Ιωάννη της Άκρας ο πληθυσμός της αυξήθηκε λόγω της εγκατάστασης πολλών Χριστιανών από την Παλαιστίνη, και οι μεγάλοι εμπορικοί οίκοι της Ιταλίας και της Γαλλίας ίδρυσαν υποκαταστήματα στην πόλη. Στην Αμμόχωστο συμβίωναν Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Νεστοριανοί, Ιακωβίτες και Εβραίοι. Η ακμή της Αμμοχώστου διήρκεσε ως τα μέσα του 14ου αιώνα. Το 1373 την κατέλαβαν οι Γενουάτες, οι οποίοι τη διατήρησαν ως το 1464. Η Αμμόχωστος έπαψε να αποτελεί σημαντικό εμπορικό κέντρο αν και διατήρησε τη στρατιωτική σημασία της. Στα πρώτα χρόνια του φράγκικου βασιλείου ακμή γνώρισε και η Λεμεσός, η οποία όμως γρήγορα παρήκμασε λόγω φυσικών καταστροφών και συχνών πειρατικών επιθέσεων. Την περίοδο αυτή άρχισε να αναπτύσσεται και η Λάρνακα με τις γειτονικές Αλυκές (Salines). Η πόλη της Πάφου είχε εγκαταλειφθεί από τους προηγούμενους αιώνες και ο σημαντικότερος οικισμός της περιοχής βρισκόταν στο Κτήμα, που πήρε το όνομά του από το βασιλικό υποστατικό που βρισκόταν εκεί. Στη βόρεια ακτή του νησιού, οι σημαντικότεροι οικισμοί στον ύστερο Μεσαίωνα ήταν η Κερύνεια, η Λάπηθος και το Ριζοκάρπασο στη χερσόνησο της Καρπασίας.

    Το βασίλειο της Κύπρου έγινε το τελευταίο προπύργιο του σταυροφορικού πνεύματος και η βάση για τις επιθέσεις στις μουσουλμανικές ηγεμονίες της Μικράς Ασίας, της Συρίας και της Αιγύπτου. Μετά τον θάνατο του βασιλιά Πέτρου το 1459, το βασίλειο άρχισε να παρακμάζει. Τελικά η Αικατερίνη Κορνάρου παραχώρησε την Κύπρο στη Βενετία το 1489, μετά τον θάνατο του συζύγου της βασιλιά Ιακώβου. Οι Βενετοί ανέθεσαν τη διοίκηση της Κύπρου σε τοποτηρητή (Luogotente), ο οποίος διοικούσε το νησί με τη βοήθεια δύο συμβούλων (Consiglieri). Οι τρεις αυτοί αξιωματούχοι απάρτιζαν το Ανώτατο Συμβούλιο (Regimento). Επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων του νησιού σε καιρό ειρήνης ήταν ο καπιτάνος, με έδρα την Αμμόχωστο (Capitano di Famagusta), ο οποίος είχε παράλληλα και διοικητικές αρμοδιότητες στη Μεσαόρια και την Καρπασία. Επειδή ο πληθυσμός του νησιού είχε αραιώσει, καταβλήθηκε προσπάθεια εποικισμού, και πριν από την κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς ο πληθυσμός έφτανε τους 190.000 κατοίκους. Η Λευκωσία είχε τότε 30.000 κατοίκους ενώ η Αμμόχωστος 10.000 κατοίκους, μεγάλο μέρος των οποίων συνέχιζαν να είναι Χριστιανοί από τη Συρία. Την περίοδο αυτή η Λάρνακα έγινε το σημαντικότερο εμπορικό λιμάνι του νησιού ενώ ξεκίνησε η ανάκαμψη και της Λεμεσού. Για πρώτη φορά λειτούργησαν επί Βενετικής κυριαρχίας αστικά συμβούλια, τα οποία εξέλεγαν τους τοπικούς αξιωματούχους, τους υποψηφίους για τις ορθόδοξες επισκοπές και μετέφεραν αιτήματα των κατοίκων στη διοίκηση.

    Η Κύπρος κατά την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας εξήγε μεγάλες ποσότητες αλατιού από τις αλυκές της Λάρνακας και επίσης σιτάρι, κριθάρι και κρασί. Οι Βενετοί προώθησαν την καλλιέργεια του βαμβακιού, το οποίο αξιοποιούνταν στην υφαντουργία και το πλεόνασμα εξαγόταν στη δυτική Ευρώπη. Επίσης, ήδη από την εποχή της διακυβέρνησης των Λουζινιάν, η Κύπρος παρήγαγε χρυσοΰφαντα μεταξωτά και μάλλινα υφάσματα (camelot), τα οποία στέλνονταν στην Αίγυπτο ως μέρος του φόρου που κατέβαλε το νησί στους Μαμελούκους σουλτάνους. Μετά την κατάληψη από τους Οθωμανούς της Αιγύπτου (1517) και της Ρόδου (1522), οι Βενετοί άρχισαν να ενισχύουν τις οχυρώσεις της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου για να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενη εισβολή. Εντούτοις οι οχυρώσεις δεν ολοκληρώθηκαν πριν την οθωμανική εισβολή.

    Το 1570, οθωμανικός στρατός υπό τον Μουσταφά πασά αποβιβάστηκε στη Λάρνακα και μετά από πολιορκία ενός μήνα κατέλαβε τη Λευκωσία. Μόνο η Αμμόχωστος κατάφερε να αντιτάξει σοβαρή αντίσταση και καταλήφθηκε τελικά το 1571 μετά από πολιορκία ενός χρόνου. Η οθωμανική κατάκτηση είχε ως αποτέλεσμα έναν βαθύ κοινωνικό μετασχηματισμό του νησιού. Οι παλιοί δουλοπάροικοι των φέουδων απελευθερώθηκαν, αυξήθηκε η δύναμη της ορθόδοξης εκκλησίας και ξεκίνησε ο εποικισμός με Μουσουλμάνους από τη Μικρά Ασία. Τρία χρόνια μετά την κατάληψη της Αμμοχώστου οι Χριστιανοί διώχτηκαν από την τειχισμένη πόλη και κατοίκησαν στα προάστια, που ονομάστηκαν Βαρώσια. Η πόλη παρήκμασε και όλη η εμπορική κίνηση μεταφέρθηκε στη Λάρνακα.

    Η κατάχρηση της εξουσίας των διοικητών της Κύπρου, παρά τις διαμαρτυρίες των κατοίκων προς την Υψηλή Πύλη, προκάλεσε πολλές εξεγέρσεις στις οποίες συμμετείχαν από κοινού οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του νησιού. Για να θεραπεύσει τα περιστατικά κατάχρησης εξουσίας των τοπικών αξιωματούχων, η Πύλη διεύρυνε στα μέσα του 17ου αιώνα τις διοικητικές και φορολογικές δικαιοδοσίες του αρχιεπισκόπου Κύπρου, ώστε να μπορεί να μεσολαβεί στο σουλτάνο για τα προβλήματα των κατοίκων του νησιού. Σταδιακά μεγάλη επιρροή στη διοίκηση του νησιού απέκτησε και ο χριστιανός δραγομάνος (διερμηνέας) του νησιού. Η υπαγωγή της Κύπρου στη δικαιοδοσία άλλοτε του αρχιναυάρχου (καπουδάν πασά) και άλλοτε του μεγάλου βεζύρη (πρωθυπουργού της οθωμανικής κυβέρνησης) οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σε δολοπλοκίες αξιωματούχων στην Κωνσταντινούπολη, στις οποίες ενεπλάκη συχνά και ο αρχιεπίσκοπος του νησιού.

    Η Κύπρος δεν συμμετείχε στην επανάσταση του 1821 αλλά πολλοί Κύπριοι πήγαν στην Ελλάδα για να συμμετάσχουν στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Τον Ιούλιο του 1821 εκτελέστηκε με εντολή του οθωμανού διοικητή Κιουτσούκ Μεχμέτ ο αρχιεπίσκοπος της Κύπρου Κυπριανός και αρκετοί προύχοντες του νησιού. Μετά το 1830 η Κύπρος γνώρισε οικονομική ανάπτυξη και άρχισε η διαμόρφωση μιας αστικής τάξης, με σημαντική παρουσία Επτανήσιων, που κατοικούσαν κυρίως στη Λάρνακα και είχαν τον έλεγχο του εμπορίου. Ο πληθυσμός εντούτοις παρέμεινε αγροτικός σε ποσοστό ογδόντα τοις εκατό. Η Κύπρος εξήγε τότε κυρίως βαμβάκι, κρασί, χαρούπια και σουσάμι. Συγχρόνως βελτιώθηκαν οι συνθήκες ζωής του χριστιανικού πληθυσμού με την εφαρμογή ορισμένων μεταρρυθμίσεων στην τοπική διοίκηση. Συγκεκριμένα, από το 1830 καθιερώθηκε η ίδρυση μιας τετραμελούς δημογεροντίας και ενός γενικού συμβουλίου, στο οποίο θα συμμετείχαν οι ιεράρχες και οι δημογέροντες. Οι μεταρρυθμίσεις, οι οποίες εφαρμόστηκαν σε περιορισμένο βαθμό, δεν ήταν αρκετές για να αντιμετωπιστούν τα σύνθετα προβλήματα της Κύπρου. Την ίδια περίοδο, λόγω και της επανόδου στην Κύπρο όσων είχαν συμμετάσχει στην Ελληνική Επανάσταση, οι ελληνορθόδοξοι της Κύπρου αρχίζουν να αντιμετωπίζουν το ελληνικό κράτος ως κέντρο αναφοράς. Το 1833 ξέσπασε εξέγερση με επικεφαλής τον έμπορο και αγωνιστή της επανάστασης του 1821 Νικόλαο Θησέα. Η εξέγερση, στην οποία συμμετείχαν τόσο Χριστιανοί όσο και Μουσουλμάνοι, στρεφόταν κατά των καταχρήσεων της διοίκησης, για τις οποίες θεωρήθηκε συνυπεύθυνη και η Εκκλησία της Κύπρου. Σταδιακά η ανερχόμενη αστική τάξη της Λάρνακας άρχισε να αμφισβητεί ανοιχτά την εξουσία της εκκλησίας και των γαιοκτημόνων και συγχρόνως να απηχεί τα αιτήματα του ελληνικού εθνικισμού. Στην ανάπτυξη του ενωτικού αισθήματος συνέβαλλε σημαντικά η ανάπτυξη της εκπαίδευσης στην Κύπρο, με την ίδρυση μεγάλου αριθμού σχολείων το πρόγραμμα των οποίων διαμορφωνόταν στην Ελλάδα, απ’ όπου προέρχονταν και πολλοί διδάσκοντες. Συγχρόνως, με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ στην Κύπρο, η εκκλησία έχασε τις διοικητικές και φορολογικές αρμοδιότητες που είχε στους προηγούμενους αιώνες αλλά νομιμοποίησε στο πλαίσιο του νέου συστήματος τη θέση της ως εκπροσώπου των ελληνορθόδοξων του νησιού.

    Το 1878 η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχώρησε τη διοίκηση της Κύπρου στη Βρετανία με την υποχρέωση να καταβάλλεται ετήσιος φόρος ως ενοίκιο, καθώς η υψηλή κυριότητα του νησιού παρέμενε οθωμανική. Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή των Βρετανών ο πληθυσμός του νησιού ανερχόταν σε 186.173 κατοίκους, από τους οποίους 137.631 ήταν Ελληνορθόδοξοι, 45.458 Μουσουλμάνοι και 2.541 Καθολικοί, Μαρωνίτες, Αρμένιοι και Εβραίοι. Είκοσι χρόνια αργότερα ο πληθυσμός είχε αυξηθεί σε 237.022 κατοίκους, από τους οποίους 182.739 ήταν Ελληνορθόδοξοι, 51.309 ήταν Μουσουλμάνοι και 2.974 άλλου θρησκεύματος. Το σύστημα διοίκησης του νησιού μεταβλήθηκε σημαντικά κατά τη βρετανική περίοδο αλλά διατήρησε ως βάση τον χωρισμό του πληθυσμού σε θρησκευτικές ομάδες. Οι Βρετανοί διόριζαν τον κυβερνήτη του νησιού, ο οποίος διοικούσε με τη βοήθεια Νομοθετικού Συμβουλίου όπου συμμετείχαν τρία «Μουσουλμάνοι», εννιά «μη Μουσουλμάνοι» και έξι μέλη διορισμένα από τον κυβερνήτη. Η βρετανική διοίκηση έλαβε μέτρα για τη βελτίωση της γεωργικής παραγωγής και την ανάπτυξη της βιοτεχνίας. Την περίοδο αυτή ιδρύθηκαν στην Κύπρο εργοστάσια που επεξεργάζονταν καπνά, κυρίως από τη Μακεδονία και τη Θράκη. Παράλληλα βελτιώθηκε το οδικό δίκτυο του νησιού και κατασκευάστηκε σιδηροδρομική γραμμή από το Καραβοστάσι στην Αμμόχωστο μέσω της Λευκωσίας. Οι συνθήκες ζωής του κατά βάση αγροτικού πληθυσμού της Κύπρου όμως δεν βελτιώθηκαν ιδιαίτερα, και έντονα ήταν τα παράπονα για την εξοντωτική φορολογία. Στο κοινωνικό επίπεδο εντάθηκε η διαμάχη ανάμεσα στην αστική τάξη της Λάρνακας και την παραδοσιακή άρχουσα τάξη των γαιοκτημόνων της Λευκωσίας, η οποία εκδηλώθηκε ιδιαίτερα με αφορμή την εκλογή αρχιεπισκόπου κατά την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα. Οι δύο υποψήφιοι για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο αντιπροσώπευαν τις κυρίαρχες ιδεολογικές τάσεις της Κύπρου. Ο μητροπολίτης Κιτίου Κύριλλος εκπροσωπούσε την εθνική μερίδα της Λάρνακας, ενώ ο μητροπολίτης Κυρήνειας την παραδοσιακή μερίδα της Μεσαορίας και της Λευκωσίας. Το 1910 εξελέγη αρχιεπίσκοπος ο Κιτίου Κύριλλος ενώ τη θέση του στη Λάρνακα πήρε ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιος Μεταξάκης. Πέρα από τις έντονες ιδεολογικές ζυμώσεις, κατά την πρώτη περίοδο της βρετανικής διοίκησης συνεχίστηκε η ανάπτυξη του σχολικού δικτύου, με σημαντικότερο γεγονός την ίδρυση του Παγκύπριου Γυμνασίου της Λευκωσίας και του Παγκύπριου Διδασκαλείου. Παράλληλα εκδίδονται πολλές εφημερίδες στη Λευκωσία, τη Λεμεσό και τη Λάρνακα, οι οποίες συνέβαλαν στην πολιτικοποίηση του πληθυσμού της Κύπρου. Όταν κηρύχθηκε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος η Βρετανία προσάρτησε την Κύπρο ως «Αποικία του Στέμματος».

    Ενδεικτική Βιβλιογραφία

    Κυπριανός, Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου / Ερανισθείσα εκ διαφόρων ιστορικών και συντεθείσα απλή φράσει υπό του αρχιμανδρίτου Κυπριανού, αρχομένη από του κατακλυσμού μέχρι του παρόντος. Εν η προσετέθη και η περί της Αυτονομίας της Ιεράς Εκκλησίας των Κυπρίων Έκθεσις του αοιδίμου αρχιεπισκόπου Κυρίου Φιλοθέου, άμα και περί ενδόξων Ανδρών και Αγίων Κυπρίων, Ενετίησιν: Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, 1788.

    Σακελλάριος Αγιοπετρίτης Αθανάσιος, Τα Κυπριακά: Ήτοι Γεωγραφία, Ιστορία και Γλώσσα της Κύπρου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον, Τύποις και αναλώμασι Π. Δ. Σακελλαρίου εν Αθήναις, 1891.

    Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, Η Eκκλησία Κύπρου επί τουρκοκρατίας (1571-1878), Τύποις Φοίνικος Αθήνα 1929.

    Ζαννέτος Φίλιος, Η Κύπρος κατά τον αιώνα της παλιγγενεσίας: 1821-1930, Τύποις Δ. Δελή & Ι. Τσιπη Αθήνησιν 1930.

    Κιτρομηλίδης Πασχάλης, «Κύπρος», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΓ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977, σσ. 437-445.

    Κιτρομηλίδης Πασχάλης, «Κύπρος», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΔ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977, σσ. 387-395.

    Κιτρομηλίδης Πασχάλης, «Τα συλλογικά πεπρωμένα του Κυπριακού Ελληνισμού τον ΙΗ΄ και ΙΘ΄ αιώνα: Διαπιστώσεις και προοπτικές», Η ζωή στην Κύπρο τον ΙΗ΄ και ΙΘ΄ αιώνα, επιμ. Γ. K. Iωαννίδης, Λευκωσία 1984, σσ. 3-13.

    Κιτρομηλίδης Πασχάλης, Κοινωνικές σχέσεις και νοοτροπίες στην Κύπρο του 18ου αιώνα, Μορφωτικό Κέντρο Λαϊκής Τραπέζης Κύπρου, Λευκωσία 1992.

    Κιτρομηλίδης Πασχάλης, «Greek Irredentism in Asia Minor and Cyprus», Middle Eastern Studies, τόμ. 26, τχ. 1 (Ιανουάριος 1990), σσ. 3-12.

    Κιτρομηλίδης Πασχάλης, «Επτάνησος και Κύπρος: Συγκλίσεις και αποκλίσεις στην ιστορική πορεία του ελληνικού κόσμου», Τα Ιστορικά, τχ. 27 (Δεκέμβριος 1997), σσ. 428-436.

    Κιτρομηλίδης Πασχάλης, Kυπριακή Λογιοσύνη 1571-1878. Προσωπογραφική Θεώρηση: Kέντρο Eπιστημονικών Eρευνών, Λευκωσία 2002 [Πηγές και Mελέτες Kυπριακής Iστορίας XLIII].

    Αναγνωστοπούλου Σία, «Chypre de l’ère ottomane à l’ère britannique (1839-1914)», Études Balkaniques, 5 (1998), σσ. 143-185.

    Αναγνωστοπούλου Σία, «Κύπρος 1830-1878, Από την Οθωμανική στη Βρετανική κυριαρχία», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 4, Αθήνα 2003, σσ. 359-372.

    Παπαπολυβίου Πέτρος, «Κύπρος 1878-1909, Η πρώτη περίοδος της Βρετανικής αποικιοκρατίας», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 5, Αθήνα 2003, σσ. 285-296.

    Μιχαήλ Μιχάλης. Η Εκκλησία της Κύπρου Κατά την Οθωμανική Περίοδο (1571-1878). Η Σταδιακή Συγκρότησή της σε Θεσμό Πολιτικής Εξουσίας, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία 2005.