Η μεσαιωνική πόλη της Ιερουσαλήμ ακολούθησε το σχέδιο της ρωμαϊκής αποικίας Αιλίας Καπιτωλίνας που ίδρυσε ο Αδριανός το 130 μ.Χ. Η πόλη, η οποία ξαναχτίστηκε ακολουθώντας την ελληνορωμαϊκή παράδοση, είχε δύο κεντρικούς άξονες που διασταυρώνονταν στο κέντρο και χώριζαν την πόλη σε τέσσερα τμήματα. Ο άξονας Βορρά-Νότου, το Cardo Maximus, ξεκινούσε από την πύλη της Δαμασκού και κατέληγε στην πύλη της Σιών. Ο άξονας Ανατολής-Δύσης, το Decumanus, ξεκινούσε από τον χώρο του ναού του Σολομώντα και κατέληγε στη σημερινή πύλη της Γιάφφας. Ένας δεύτερος κεντρικός δρόμος στον άξονα Βορρά-Νότου ξεκινούσε επίσης από την πύλη της Δαμασκού και κατέληγε στην πύλη του Σιλωάμ προς την Κοιλάδα των Τυροποιών. Τον δρόμο αυτό έτεμνε εγκάρσια ο δρόμος που αργότερα ταυτίστηκε με την οδό του Μαρτυρίου του Χριστού και καταλήγει σήμερα στη Νέα Πύλη.
Το 335 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος έχτισε τον ναό του Πανάγιου Τάφου λίγο δυτικότερα από το σημείο όπου η οδός του Μαρτυρίου έτεμνε το Cardo. Τον 6ο αιώνα χτίστηκαν στο νότιο τμήμα του Cardo η Νέα Εκκλησία και η εκκλησία της Αγίας Σοφίας, στη θέση όπου κατά την παράδοση βρισκόταν το πραιτώριο του Ποντίου Πιλάτου. Έτσι, κατά τους βυζαντινούς χρόνους οι σταθμοί της Οδού του Μαρτυρίου βρίσκονταν κατά μήκος του Cardo. Το 614 κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ οι Πέρσες, οι οποίοι κατέστρεψαν πολλές εκκλησίες μεταξύ των οποίων τη Νέα Εκκλησία και την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα ανακατέλαβαν την πόλη οι Βυζαντινοί αλλά το 638 η Ιερουσαλήμ παραδόθηκε στον Άραβα χαλίφη Ομάρ. Οι Άραβες δεν έκαναν σημαντικές επεμβάσεις στον πολεοδομικό ιστό. Έχτισαν το Τέμενος του Βράχου και το τζαμί του Αλ Άκσα στη θέση του Ναού του Σολομώντα, που οι Βυζαντινοί είχαν αφήσει αδόμητη και κατοίκησαν στο νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης όπου κατά την παράδοση βρισκόταν το Πραιτώριο. Έτσι οι Χριστιανοί μετέφεραν το ναό που συμβολικά αποτελούσε την αφετηρία του προσκυνήματος στο βορειοανατολικό τμήμα της πόλης, στο όρος Σιών. Παράλληλα οι Άραβες επέτρεψαν στους Εβραίους να επανεγκατασταθούν στην Ιερουσαλήμ. Στους πρώτους αιώνες της αραβικής κυριαρχίας, η πόλη χωρίστηκε με θρησκευτικά κριτήρια σε τέσσερις συνοικίες, τη μουσουλμανική, τη χριστιανική, την εβραϊκή και την αρμενική, οι οποίες αντιστοιχούν στα τέσσερα τέταρτα που προκύπτουν από τη διασταύρωση των δύο κεντρικών δρόμων της ρωμαϊκής πόλης. Οι συνοικίες δεν ήταν αμιγείς θρησκευτικά αλλά τα ονόματά τους αντικατόπτριζαν τη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού κατοίκων μιας θρησκευτικής ομάδας γύρω από κάποια προσκυνήματα.
Το 1099 οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ, η οποία έγινε πρωτεύουσα του λατινικού βασιλείου. Στην περίοδο της κυριαρχίας τους ανοικοδομήθηκαν πολλοί ναοί της πόλης, με σημαντικότερο αυτόν του Παναγίου Τάφου, και οριστικοποιήθηκε η διαδρομή των προσκυνητών στην Οδό του Μαρτυρίου (Via Dolorosa). Η έμφαση στο θείο πάθος που εξέφραζαν οι σταθμοί της Οδού του Μαρτυρίου ερχόταν σε αντίθεση με την παράδοση του προσκυνήματος στα βυζαντινά χρόνια, που έδινε έμφαση στην Ανάσταση του Χριστού. Αρχικά στο όρος του Ναού εγκαταστάθηκε η αυλή του Λατίνου βασιλιά αλλά από το 1118 η περιοχή πέρασε στον έλεγχο του τάγματος των Ιπποτών του Ναού (Chevaliers du Temple), μοναχικού στρατιωτικού τάγματος που είχε ως στόχο την προστασία των προσκυνητών.
Το 1187 ο Σαλαδίνος (Salah al Din) κατέλαβε την Ιερουσαλή. Με εξαίρεση ένα σύντομο διάλειμμα ειρηνικής επανόδου των Σταυροφόρων το 1229, η πόλη παρέμεινε στο εξής υπό μουσουλμανική κυριαρχία. Το 1260 κατέλαβαν την πόλη οι Μαμελούκοι της Αιγύπτου, που παρέμειναν στην Παλαιστίνη για τέσσερις αιώνες. Σε αντίθεση με τους Ομεϋάδες και τους Αββασίδες, που κόσμησαν την Ιερουσαλήμ με τεμένη και δημόσια κτίρια, οι Μαμελούκοι αδιαφόρησαν για την πόλη, η οποία στα χρόνια της κυριαρχίας τους παρουσίαζε όψη εγκατάλειψης και παρακμής.
Το 1517, η Συρία, η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος καταλήφθηκαν από τον Οθωμανό σουλτάνο Σελήμ Α΄. Ο διάδοχός του, ο Σουλεϋμάν Β΄ ο Μεγαλοπρεπής, ανοικοδόμησε τα τείχη της Ιερουσαλήμ τα οποία είχαν κατεδαφίσει οι Αγιουβίδες, διατηρώντας το περίγραμμα που είχαν κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα καθώς και την παραδοσιακή θέση των πυλών. Η παγίωση της οθωμανικής κυριαρχίας διευκόλυνε τη διέλευση των περιηγητών στους Αγίους Τόπους ενώ το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων τέθηκε και πάλι υπό τον έλεγχο κληρικών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ωστόσο μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα ο ορθόδοξος πατριάρχης συνήθως δεν διέμενε στην πόλη.
Η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται ιδιαίτερα στο δεύτερο τέταρτο του 19ου αιώνα. Στη δεκαετία της διοίκησης της Παλαιστίνης από τον Μωχάμεντ Άλυ χεδίβη της Αιγύπτου και τον γιο του Ιμπραήμ, εκσυγχρονίστηκαν οι υποδομές της Ιερουσαλήμ και οι μη μουσουλμάνοι κάτοικοι, Χριστιανοί και Εβραίοι, άρχισαν να αυξάνονται αριθμητικά και να αποκτούν επιπλέον δικαιώματα. Η ανάπτυξη αυτή συνεχίστηκε στην περίοδο του Τανζιμάτ, οπότε συγκροτήθηκε μια χριστιανική αστική τάξη στην Παλαιστίνη που ευδοκίμησε χάρη στην αύξηση του εξαγωγικού εμπόριου και την εμπορευματοποίηση της οικονομίας.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα πρέπει να άρχισε να εντείνεται το φαινόμενο του ετήσιου προσκυνήματος των ελληνορθόδοξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς τους Αγίους Τόπους. Μέχρι τον 19ο αιώνα, οι προσκυνητές επιβιβάζονταν στα εμπορικά πλοία που περιέπλεαν τις ακτές του ανατολικού Αιγαίου, και μέσω της Κύπρου έφταναν στην Παλαιστίνη, όπου παρέμεναν από ένα εξάμηνο ως ένα χρόνο. Ορισμένοι προσκυνητές μετά την επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα μετέβαιναν μέχρι το μοναστήρι του Σινά. Το προσκύνημα αρχικά μάλλον περιοριζόταν στις πιο εύπορες τάξεις αλλά, ως αποτέλεσμα της βελτίωσης των συγκοινωνιών, από τα μέσα του 19ου αιώνα ο αριθμός των προσκυνητών άρχισε να αυξάνεται ραγδαία. Η δρομολόγηση τακτικής συγκοινωνίας από τα ρωσικά λιμάνια του Ευξείνου Πόντου διευκόλυνε τη μετακίνηση από τις περιοχές της Θράκης, του ανατολικού Αιγαίου και της Μικράς Ασίας.
Τον Δεκέμβριο του 1917, οι βρετανικές δυνάμεις του στρατηγού Άλλενμπυ κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ. Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Ιερουσαλήμ έγινε η έδρα της υπό βρετανική εντολή Παλαιστίνης.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου Αλεξανδρείας, Ιεροσόλυμα-Αλεξάνδρεια 1910.
Benvenisti Meron, City of Stone: The Hidden History of Jerusalem, University of California Press 1998.
Κρίτων Χρυσοχοΐδης, «Ιερά Αποδημία. Το προσκυνηματικό ταξίδι στους Αγίους Τόπους στα μεταβυζαντινά χρόνια», Το Ταξίδι από τους αρχαίους έως τους νεώτερους χρόνους, Αθήνα, ΕΙΕ, 2003, σελ. 99-110.