Αλεξάνδρεια

Κείμενα | Εικόνες | Ιστορικό Σημείωμα

Ιστορικό Σημείωμα

    Από το 1251 η Αλεξάνδρεια ανήκε στις κτήσεις των Μαμελούκων. Μετά την Άλωση τη Κωνσταντινούπολης το 1453, οι Μαμελούκοι αισθάνθηκαν ότι η επεκτατικότητα των Οθωμανών θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για τις κτήσεις τους στο μέλλον και άρχισαν να ενισχύουν τα παράκτια φρούρια της Αιγύπτου. Το 1477, για να προστατέψει την είσοδο του λιμανιού της πόλης, ο σουλτάνος Καΐτ μπέη έχτισε στη θέση του Φάρου της Αλεξάνδρειας το φρούριο που φέρει ως σήμερα το όνομά του. Ο οθωμανικός στρατός όμως εισέβαλε στην Αίγυπτο μέσω της Συρίας και της χερσονήσου του Σινά και το 1517 κατέλαβε την Αλεξάνδρεια.

    Η Οθωμανική κατάκτηση είχε σοβαρές επιπτώσεις στον πολεοδομικό ιστό της πόλης. Οι νέοι κυρίαρχοι της Αιγύπτου εγκατέλειψαν την περιοχή της βυζαντινής πόλης, την οποία περιέβαλλαν τα τείχη του 9ου αιώνα, και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του ισθμού που ένωνε την ακτή με τη νησίδα του Φάρου, η οποία είχε σχηματιστεί από προσχώσεις. Για τα κτίρια χρησιμοποίησαν υλικά από τα ερείπια των ελληνορωμαϊκών οικοδομών. Σταδιακά το σύνολο του πληθυσμού εγκαταστάθηκε στη νέα πόλη, η οποία όμως ήταν απλώς ένα μικρό περιφερειακό κέντρο, αποκομμένο από την ενδοχώρα και με μικρή εμπορική κίνηση. Λόγω της οικονομικής παρακμής και των συχνών επιδημιών, ο πληθυσμός μειώθηκε και σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες κυμαινόταν μεταξύ 3.000 και 15.000 κατοίκων, στην πλειονότητα τους Μουσουλμάνων και Κοπτών με μικρές κοινότητες Φράγκων και Εβραίων. Ακόμη και το ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας μετέφερε την έδρα του στο Κάιρο, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, γύρω από την οποία συγκεντρώθηκαν οι Ελληνορθόδοξοι της πόλης (Χάρετ ελ Ρουμ). Εντούτοις αρχικά οι Βενετοί και στη συνέχεια οι Γάλλοι εξασφάλισαν προνόμια για τους εμπόρους που κατοικούσαν στην Αλεξάνδρεια και εξήγαγαν στις δυτικές αγορές μετάξι, βαμβάκι, πιπέρι, πιπερόριζα, αρώματα, αραβικό κόμμι, νίτρο και ρύζι. Από τις αρχές του 16ου αιώνα άρχισαν και οι εξαγωγές καφέ από την Υεμένη ενώ στις αρχές του 17ου αιώνα στα εξαγόμενα προϊόντα προστέθηκε ο καπνός. Τα δύο τελευταία προϊόντα συνέβαλαν αρκετά στην αναζωογόνηση της εμπορικής κίνησης της Αλεξάνδρειας. Τα εμπορικά πλοία από την Αλεξάνδρεια κατευθύνονταν είτε προς την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη μέσω της Σμύρνης είτε προς την Τύνιδα και τη δυτική Ευρώπη.

    Τον Ιούλιο του 1798 γαλλικές δυνάμεις υπό τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη κατέλαβαν την Αλεξάνδρεια. Ο Ναπολέων απογοητεύτηκε γιατί η σύγχρονη πόλη δεν ανταποκρινόταν στις λαμπρές περιγραφές των αρχαίων συγγραφέων. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, ο Βρετανός ναύαρχος Οράτιος Νέλσων βύθισε σχεδόν ολόκληρο τον γαλλικό στόλο στο Αμπουκίρ, είκοσι χιλιόμετρα ανατολικά της Αλεξάνδρειας. Τρία χρόνια αργότερα οι γαλλικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από την Αίγυπτο. Στην παρουσία των επιστημόνων που τις συνόδευαν οφείλουμε την πρώτη συστηματική περιγραφή της Αλεξάνδρειας και δύο αναλυτικούς χάρτες όπου καταγράφονταν τα σωζόμενα αρχαία μνημεία.

    Μετά την αποχώρηση των Γάλλων εντάθηκε η διαμάχη των Μαμελούκων με τους Οθωμανούς για τον έλεγχο της Αιγύπτου. Το 1804, η Υψηλή Πύλη έστειλε στρατό με επικεφαλής τον Μωχάμεντ Άλυ, ο οποίος κατέλαβε το Κάιρο και έγινε πασάς της Αιγύπτου το 1807. Με αφετηρία τη διοίκηση του Μωχάμεντ Άλυ ξεκίνησε η ανάπτυξη της Αλεξάνδρειας και η επανασύνδεσή της με τους μεγάλους εμπορικούς δρόμους που ένωναν την ανατολική Ασία και την υποσαχάρια Αφρική με τη Δυτική Ευρώπη. Ως ένδειξη της σημασίας που έδειχνε στο άνοιγμα της Αιγύπτου προς τη Δύση, ο Μωχάμετ Άλυ έχτισε το παλάτι του Ρας ελ Τιν στη νησίδα του Φάρου. Το 1821 εγκαινιάστηκε η διώρυγα της Μαχμουντέια, που συνέδεε την Αλεξάνδρεια με τον Νείλο και κατά τους προηγούμενους αιώνες είχε παραμείνει κλειστή. Λύθηκε έτσι το πρόβλημα του ανεφοδιασμού με πόσιμο νερό ενώ παράλληλα τα πλοία απέκτησαν πρόσβαση στο δυτικό λιμάνι της πόλης, η αποβάθρα του οποίου επεκτάθηκε το 1929. Την ίδια περίοδο, λόγω της βελτίωσης του οδικού δικτύου, ο χρόνος της διαδρομής μέχρι το Κάιρο μειώθηκε από μία εβδομάδα σε τρεις μέρες. Ο αριθμός των πλοίων που ελλιμενίζονταν στην Αλεξάνδρεια, από 1.092 το 1830, έφτασε τα 6.700 το 1905. Ο πληθυσμός της Αλεξάνδρειας, που το 1821 ήταν μόλις 13.000 κάτοικοι, αυξήθηκε σε 60.000 κατοίκους το 1838. Η πόλη είχε 232.000 κατοίκους το 1880 ενώ το 1927 ο πληθυσμός έφτασε τους 573.000 κατοίκους. Αν και η αλματώδης αύξηση του πληθυσμού οφειλόταν στην εσωτερική μετανάστευση λόγω των ευκαιριών απασχόλησης που παρείχε η Αλεξάνδρεια, οι ξένοι έφταναν στις αρχές του εικοστού αιώνα το 20% του πληθυσμού. Σύμφωνα με την απογραφή του 1907 στην Αλεξάνδρεια κατοικούσαν 251.051 Αιγύπτιοι, 21.827 Οθωμανοί, 24.602 Έλληνες, 15.916 Ιταλοί, 8.190 Βρετανοί, 4.304 Γάλλοι και 2.932 Αυστριακοί.

    Το 1834 ο Μωχάμεντ Άλυ ανέθεσε στον ιταλό αρχιτέκτονα Francesco Mancini να σχεδιάσει το χωροταξικό σχέδιο της Αλεξάνδρειας. Με κέντρο την πλατεία των προξένων (αργότερα πλατεία Μωχάμεντ Άλυ) η πόλη απέκτησε φαρδιές λεωφόρους και άρχισε να επεκτείνεται ανατολικά, προς την περιοχή του Ραμλίου όπου το 1860 οικοδομήθηκε και ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός. Στα νέα προάστια οι Ευρωπαίοι αποτελούσαν σημαντικότερο ποσοστό του πληθυσμού και τους κεντρικούς δρόμους κοσμούσαν τα μέγαρα των Ελλήνων εμπόρων. Το 1882 η πόλη βομβαρδίστηκε από τον βρετανικό στόλο στη διάρκεια του εθνικιστικού κινήματος του Αχμέντ Οράμπι και ένα μεγάλο μέρος της πόλης καταστράφηκε από πυρκαγιά. Γρήγορα όμως οι κατεστραμμένες περιοχές ανοικοδομήθηκαν. Από το 1905 άρχισε να κατασκευάζεται και η παραλιακή οδός, η Corniche, η οποία όριζε το θαλάσσιο μέτωπο της Αλεξάνδρειας. Η ποικιλία των εθνοτικών ομάδων της πόλης αντικατοπτρίστηκε στους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς των νέων οικοδομών. Οι επαύλεις των Ελλήνων εμπόρων χτίζονταν σε νεοκλασικό ρυθμό, πολλά πολυώροφα κτίρια της Corniche σε νεοβυζαντινό, ενώ το Πολυτεχνείο απηχούσε μνήμες της αρχαίας Αιγύπτου. Αρκετά κτίρια είχαν έντονα αναγεννησιακά στοιχεία και αργότερα κάποιοι Ιταλοί αρχιτέκτονες εισήγαγαν το αποικιακό στυλ, που προωθούσε η Ιταλία στις αφρικανικές κτήσεις της. Τα κτίρια εξέφραζαν κατά κάποιον τρόπο τη διαμάχη για τον χαρακτήρα της πόλης.

    Η ελληνική αστική τάξη της Αλεξάνδρειας από τα μέσα του 19ου αιώνα ασχολείτο σε ένα μεγάλο ποσοστό με το εμπόριο και την επεξεργασία του αιγυπτιακού βαμβακιού, οι εξαγωγές του οποίου αυξήθηκαν ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου (1860-1865). Παράλληλα, Έλληνες είχαν ιδρύσει καπνοβιομηχανίες, βυρσοδεψεία, εργοστάσια παραγωγής οινοπνευματωδών και αεριούχων ποτών ενώ σημαντική ήταν η παρουσία τους στον τραπεζικό και χρηματιστηριακό τομέα. Η «Ελληνορθόδοξη Κοινότητα Αλεξανδρείας» ιδρύθηκε το 1843 και αποτελούσε το συλλογικό όργανο των Ελλήνων και των ορθόδοξων Σύριων της πόλης. Το 1887, μετά την αποχώρηση των Σύριων, μετονομάστηκε σε «Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας». Η Κοινότητα δεν αποτελούσε εντούτοις αντιπροσωπευτικό σώμα, εφόσον σε αυτή συμμετείχαν μόνο τα πιο εύπορα μέλη της παροικίας, που είχαν τη δυνατότητα να καταβάλλουν τη σημαντική συνδρομή. Λόγω της ισχύος της αστικής τάξης της Αλεξάνδρειας μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας περιοριζόταν στις θρησκευτικές του αρμοδιότητες και έπαιζε δευτερεύοντα ρόλο στις υποθέσεις της ελληνικής παροικίας. Η Ελληνική Κοινότητα αποτέλεσε τον κύριο φορέα παροχής κοινωφελών υπηρεσιών και διατήρησης της συνοχής της παροικίας. Η Κοινότητα χρηματοδοτούσε τα ελληνικά σχολεία, με σημαντικότερο το Αβερώφειο Γυμνάσιο, και το Ελληνικό Νοσοκομείο, το οποίο ανοικοδομήθηκε το 1938 με δωρεά του Θεοχάρη Κότσικα.

    Η πλειονότητα των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας, μετανάστες κυρίως από τη νότια Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου, τη Μικρά Ασία και την Κύπρο, εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο μετά το 1880. Σύμφωνα με την απογραφή του 1897 κατοικούσαν στην Αλεξάνδρεια 15.182 Έλληνες. Το 1917 κατοικούσαν στην Αλεξάνδρεια 25.393 Έλληνες υπήκοοι, 7.592 Αιγύπτιοι υπήκοοι, 2.005 Οθωμανοί υπήκοοι, 1.189 Βρετανοί υπήκοοι και 422 Ιταλοί υπήκοοι. Το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού της Αλεξάνδρειας το 1937 ανερχόταν σε 36.882 άτομα. Η πλειονότητα των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας ήταν μικρέμποροι, τεχνίτες, υπάλληλοι, σερβιτόροι και εργάτες στις καπνοβιομηχανίες. Οι Έλληνες βρίσκονταν στην πρωτοπορία του εργατικού κινήματος στην Αίγυπτο, στο οποίο συμμετείχαν τόσο ντόπιοι όσο και ξένοι. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου είχε αυξηθεί σημαντικά και ο αριθμός των ελεύθερων επαγγελματιών. Οι περισσότεροι κατοικούσαν αρχικά στην περιοχή του Ατταρίν και αργότερα, όταν η πόλη άρχισε να επεκτείνεται, στην Ιμπραημία και το Ράμλι, ενώ οι πιο εύποροι στην Ελληνική Συνοικία (Quartier Grec). Λόγω της επέκτασης της πόλης ιδρύθηκαν η Ελληνική Κοινότητα του Ραμλίου (1890) και της Ιμπραημίας (1904). Εκτός από τις κοινότητες ιδρύθηκαν στην Αλεξάνδρεια και πολλά εθνοτοπικά σωματεία που συσπείρωναν τους μετανάστες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Κύπρου. Στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων επιστρατεύτηκαν 12.000 Έλληνες υπήκοοι ενώ πολλοί με ξένη υπηκοότητα κατατάχτηκαν στον ελληνικό στρατό ως εθελοντές. Στην περίοδο του Διχασμού η πλειονότητα των Ελλήνων της Αιγύπτου, με πρωτοπόρους τους μεγαλοαστούς οι οποίοι είχαν συνδέσει την ευδοκίμησή τους με το βρετανικό κεφάλαιο, υποστήριξαν το κίνημα της Εθνικής Άμυνας και την προσωρινή κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου.

    Οι δυναμικές διαδηλώσεις των ετών 1919-1922 με αίτημα την ανεξαρτησία της Αιγύπτου είχαν θύματα μεταξύ των Ελλήνων της Αιγύπτου και συγχρόνως οδήγησαν στην καταστροφή αρκετών ελληνικών καταστημάτων. Μετά την αναγνώριση της αιγυπτιακής ανεξαρτησίας, οι συζητήσεις για την κατάργηση των διομολογήσεων, δηλαδή των συμφωνιών που εγγυώνταν την προνομιακή μεταχείριση των ξένων υπηκόων, έθεσαν το ζήτημα της προσαρμογής των Ελλήνων σε ένα νέο καθεστώς. Δεν σημειώθηκε εντούτοις έντονο ρεύμα εγκατάστασης στην Ελλάδα μέχρι τη δεκαετία του ’50, με τα μέτρα εθνικοποίησης της οικονομίας που έλαβε ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ.

    Ενδεικτική Βιβλιογραφία

    • Λαχανοκάρδης Ηρακλής, Παλαιά και νέα Αλεξάνδρεια: Σύντομος ιστορική ανασκόπησις του Αλεξανδρινού ελληνισμού κατά τα τελευταία 50 έτη, Τύποις Πατριαρχικού Τυπογραφείου, Εκδότης Βιβλιοπωλείον Σπ. Γρίβα, Αλεξάνδρεια 1927.

    • Αθανάσιος Γ. Πολίτης, O ελληνισμός και η νεωτέρα Αίγυπτος. Α, Ιστορία του Αιγυπτιώτου ελληνισμού από του 1798 μέχρι 1927, Συμβολή του ελληνισμού εις την ανάπτυξιν της νεωτέρας Αιγύπτου, Αλεξάνδρεια 1928-1930.

    • Kitroeff Alexander, The Greeks in Egypt, 1919-1937, Οξφόρδη 1988.

    • Robert Ilbert, Ilios Yannakakis, et Jacques Hassoun eds., Alexandrie 1860-1960, Un modèle éphémère de convivialité: communautés et identité cosmopolite, Autrement, Παρίσι 1992.

    • Σουλογιάννης Ευθύμιος, Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας 1843-1993, ΕΛΙΑ, Αθήνα 1994.

    • Kourvetaris George A., “The Greeks of Asia Minor and Egypt as middleman economic minorities during the late 19th and 20th centuries”, Studies on Greek Americans, New York 1997: 179-200.

    • Κατερίνα Τρίμη-Κύρου, «Η Νέα Διασπορά, ελληνικές παροικίες στην Αίγυπτο», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 5, Αθήνα 2003, σελ. 373-382.

    • Κατερίνα Τρίμη-Κύρου, «Ο ελληνισμός της Αιγύπτου, 1909-1922», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 6, Αθήνα 2003, σελ. 309-322