Στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης είχε μειωθεί σε 40.000 κατοίκους και πολλές περιοχές είχαν ερειπωθεί. Οι βασικές δραστηριότητες της πόλης είχαν συγκεντρωθεί σε μια νοητή γραμμή που ένωνε το παλάτι των Βλαχερνών στα χερσαία τείχη με τον ναό των Αγίων Αποστόλων κατά μήκος του Κεράτιου κόλπου, και το Φόρο του Ταύρου στη Μέση Οδό, τον κεντρικό δρόμο κατά μήκος της θάλασσας του Μαρμαρά, με την Αγία Σοφία. Η αγορά των τροφίμων βρισκόταν κατά μήκος του Κερατίου κόλπου ενώ στη Μέση Οδό συγκεντρώνονταν οι έμποροι υφασμάτων, μπαχαρικών και αρωμάτων.
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ Β΄ το 1453 επικύρωσε συμβολικά την αναγόρευση του κράτους των Οθωμανών σε διάδοχο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως φανερώνει και ο τίτλος sultan-i Rum που υιοθέτησε ο σουλτάνος. Μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη, ο Μωάμεθ, με τις παρεμβάσεις του στον αστικό ιστό της πόλης, προσπάθησε αφενός να τονίσει τη συνέχεια με το βυζαντινό παρελθόν και αφετέρου να επισημάνει τη σημασία της κατάκτησης της πόλης από τα στρατεύματα του ισλάμ. Ο Μωάμεθ οικοδόμησε το πρώτο ανάκτορό του στο Φόρο του Ταύρου στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Πανεπιστήμιο. Μετά την ολοκλήρωσή του όμως ξεκίνησε την οικοδόμηση του παλατιού του Τοπ Καπί (Saray-ı Cedid) στη θέση όπου βρίσκονταν πρωτύτερα το Ιερό Παλάτιο, το οποίο είχε εγκαταλειφθεί τους τελευταίους αιώνες της βυζαντινής περιόδου, και η ακρόπολη του αρχαίου Βυζαντίου. Η δομή του νέου ανακτόρου ακολουθούσε τη λογική ενός οθωμανικού στρατοπέδου, με μεμονωμένα κτίρια για κάθε λειτουργία διεσπαρμένα σε αυλές. Οι δύο πρώτες αυλές ήταν ο χώρος όπου διεκπεραιώνονταν οι κρατικές υποθέσεις ενώ στην τρίτη αυλή βρίσκονταν τα ιδιωτικά διαμερίσματα του σουλτάνου. Το νέο παλάτι, μαζί με το τζαμί της Αγίας Σοφίας και τον Ιππόδρομο (At Meidan), αποτέλεσε το κέντρο της εξουσίας των Οθωμανών σουλτάνων. Η Μέση Οδός, ο κεντρικός δρόμος της Κωνσταντινούπολης από τη Χρυσή Πύλη ως το Ιερό Παλάτιο, τον οποίο διέσχιζε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου στους θριάμβους, διατήρησε τη σημασία της στο νέο πολεοδομικό σχέδιο και ονομαζόταν πλέον Divan Yolu. Εκεί οικοδομήθηκε και η σκεπαστή αγορά (Μπεζεστένι), γνωστή αργότερα ως Καπαλί τσαρσί, χαρακτηριστικό γνώρισμα των ισλαμικών πόλεων. Στην ίδια περιοχή, στον βυζαντινό δρόμο του Μακρού Εμβόλου (Üzün Çarşi) οικοδομήθηκε το πρώτο χαμάμ της πόλης. Παράλληλα ο Μωάμεθ διέταξε την κατεδάφιση του ναού των Αγίων Αποστόλων, όπου είχαν ταφεί πολλοί βυζαντινοί αυτοκράτορες, για να οικοδομήσει το τέμενος που στέγασε και τον τάφο του (Fatih camii). Κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, ο Πορθητής είχε ανακαλύψει έξω από τα τείχη τον τάφο του συντρόφου του προφήτη Μωάμεθ, του Εγιούμπ αλ Ανσαρί. Στο σημείο αυτό ίδρυσε τέμενος, το οποίο έγινε στους επόμενους αιώνες σημαντικό κέντρο προσκυνήματος, και εκεί ο κάθε νέος σουλτάνος ζωνόταν το ξίφος, τελετή ανάλογη της δυτικής στέψης.
Στους επόμενους αιώνες οι σουλτάνοι και οι ανώτεροι αξιωματούχοι της Αυτοκρατορίας κόσμησαν την πόλη με συγκροτήματα külliye, τα οποία γύρω από ένα τζαμί συγκέντρωναν βιβλιοθήκες, ιερατικές σχολές (μεντρεσέδες), νοσοκομεία, πτωχοκομεία καθώς και καραβάν σεράγια, λουτρά και κρήνες. Ιδιαίτερα στα χρόνια της βασιλείας του Σουλεϋμάν του Μεγαλοπρεπούς, τα χρήματα που συνέρρευσαν στο αυτοκρατορικό ταμείο από τις οθωμανικές κατακτήσεις αξιοποιήθηκαν για την οικοδόμηση σημαντικών δημοσίων κτιρίων. Στη διάρκεια της βασιλείας του σουλτάνου αυτού διαμορφώθηκε ένα σύστημα αναπαράστασης το οποίο μέσα από την αυτοκρατορική αρχιτεκτονική εικονογραφία εξέφραζε την ιδεολογία του οθωμανικού κόσμου στον 16ο αιώνα, με έμφαση στην αυστηρή ιεραρχία, τη σουνιτική ορθοδοξία, την υπερεθνική ταυτότητα και την περίπλοκη σχέση με το βυζαντινό και το ισλαμικό παρελθόν των περιοχών που περιελάμβανε η αυτοκρατορία.
Ενώ στους προηγούμενους αιώνες οι σουλτάνοι χρησιμοποιούσαν το Τοπ Καπί κυρίως ως τόπο ανάπαυσης ανάμεσα στις εκστρατείες, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σουλεϋμάν το ανάκτορο μετατράπηκε σε σκηνή προβολής του σουλτάνου σε ένα προσεκτικά επιλεγμένο κοινό και σε επίγειο παράδεισο απολαύσεων. Επεκτάθηκαν τα ιδιωτικά διαμερίσματα του σουλτάνου και το χαρέμι, και οικοδομήθηκαν νέα περίπτερα με θέα στους κήπους και τη θάλασσα. Στους επόμενους αιώνες, καθώς ο σουλτάνος περνούσε όλο και λιγότερο χρόνο στις εκστρατείες, το Τοπ Καπί έγινε συμβολικά και πραγματικά το κέντρο της οθωμανικής εξουσίας και καλλιεργήθηκε η εικόνα του απρόσιτου σχεδόν ιερού προσώπου του σουλτάνου, «Σκιάς του Θεού στη Γη», στο οποίο είχε πρόσβαση μόνο ένας περιορισμένος κύκλος ανθρώπων.
Η βασιλεία του Σουλεϋμάν του Μεγαλοπρεπούς χαρακτηρίστηκε από την έντονη κυκλοφορία σχεδίων μνημείων και αρχιτεκτονικών πραγματειών, και τη μετακίνηση αρχιτεκτόνων μεταξύ της Ιταλίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάτι που άσκησε επίδραση στις αρχιτεκτονικές μορφές. Από την περίοδο αυτή ξεχωρίζουν τα τζαμιά του Σεχζαντέ Μεχμέτ και του Σουλεϋμάν του Μεγαλοπρεπούς, τα οποία έχτισε ο Σινάν, ο σημαντικότερος Οθωμανός αρχιτέκτονας. Το Σουλεϋμάνιγιε ειδικότερα, που χτίστηκε το 1557, εξέφραζε την επιθυμία του σουλτάνου να προβληθεί ως νέος Σολομώντας και να ανταγωνιστεί τη δόξα του Ιουστινιανού, που είχε οικοδομήσει την Αγία Σοφία. Ο Σινάν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο στον σχεδιασμό των κτιρίων, αλλά και στη θέση τους στο χώρο καθώς και στον οπτικό διάλογό τους με άλλα μνημεία. Σταδιακά τα τεμένη που έχτισαν οι σουλτάνοι στους λόφους της τειχισμένης πόλης έδωσαν στην Κωνσταντινούπολη την όψη που οι περιηγητές προσέλαβαν ως χαρακτηριστικό της Ανατολής. Η πόλη υπέφερε εντούτοις από πυρκαγιές, οι οποίες λόγω της πυκνής δόμησης και της χρήσης της ξυλείας ως οικοδομικού υλικού, συχνά κατέστρεφαν ολόκληρες συνοικίες.
Από τις αρχές του 18ου αιώνα, όταν η οθωμανική αυλή επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη μετά από ένα διάστημα παραμονής στην Αδριανούπολη, ξεκίνησε έντονη οικοδομική δραστηριότητα που σήμαινε ανακαίνιση, ανάπτυξη των υποδομών και εντυπωσιακή επέκταση. Συγχρόνως αυξήθηκε η σημασία των δημόσιων χώρων και κυρίως των κήπων ενώ το κέντρο βάρους σταδιακά μετατοπίστηκε στο Πέραν και τα προάστια του Βοσπόρου και του Κεράτιου κόλπου. Στις περιοχές αυτές οι σουλτάνοι και οι αυλικοί οικοδόμησαν δεκάδες παλάτια, συχνά στη θέση παλιότερων πιο σεμνών κατοικιών, όπως και τεμένη, μεντρεσέδες, λουτρά, καταστήματα και κρήνες. Ιδιαίτερα ο κήπος του ανακτόρου του Saadabad που έχτισε ο σουλτάνος Αχμέτ Γ΄ το 1721 στον μυχό του Κεράτιου κόλπου, περιοχή που οι Ευρωπαίοι αποκαλούσαν Γλυκά Νερά της Ευρώπης, έγινε ένας από τους πιο δημοφιλείς χώρους αναψυχής του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης.
Γύρω από τα νέα αυτά οικοδομήματα σταδιακά αναπτύχθηκαν νέοι οικισμοί και επεκτάθηκαν οι παλιότεροι. Οι νέοι δημόσιοι χώροι και κυρίως οι πλατείες, οι κήποι και οι περίπατοι ανταποκρίνονταν στις επιθυμίες μιας νέας αστικής κοινωνίας. Ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα, παράλληλα με την άνθηση των καφενείων και των ταβερνών διαδόθηκαν οι δημόσιες παραστάσεις θεάτρου σκιών και αφήγησης παραμυθιών. Η εντύπωση που οι σκηνές αυτές προκαλούσαν στους καλλιτέχνες, τους ποιητές και τους περιηγητές αποτελεί μια ένδειξη των αλλαγών στην καθημερινή ζωή και την πολιτική κατάσταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι νέοι δημόσιοι χώροι μεταβλήθηκαν σε χώρο όπου συγχρωτίζονταν οι διάφορες θρησκευτικές ομάδες της πόλης, οι Μουσουλμάνοι της άρχουσας τάξης, οι Ελληνορθόδοξοι, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι ανερχόμενοι αστοί, οι Δυτικοευρωπαίοι που κατοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη αλλά και μέλη διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, των οποίων οι ιδιωτικοί χώροι ήταν διακριτοί. Η προσπάθεια των αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης να προβάλουν μια νέα δημόσια εικόνα οφειλόταν αφενός στις διαδοχικές στρατιωτικές ήττες των Οθωμανών και αφετέρου στις εντεινόμενες εσωτερικές πιέσεις για μεταρρυθμίσεις. Από τα μέσα του 18ου αιώνα άρχισαν να χτίζονται σε διάφορα σημεία της Κωνσταντινούπολης τεμένη που αποτελούν τα πρώτα κτίρια με στοιχεία μπαρόκ και ροκοκό στον διάκοσμο. Ο νέος ρυθμός σταδιακά επιβλήθηκε ακόμη και στα παλάτια που οικοδομήθηκαν στα προάστια του Βοσπόρου. Ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης των προαστίων του Βοσπόρου, το 1856 η αυλή μετακόμισε στο καινούριο ανάκτορο του Dolmabahçe, το οποίο είχαν χτίσει οι Αρμένιοι αρχιτέκτονες Νικογός και Γκαραμπέτ Μπαλυάν.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα η οθωμανική κυβέρνηση άρχισε να προσκαλεί ξένους πολεοδόμους και αρχιτέκτονες με στόχο να γίνουν σοβαρές παρεμβάσεις στον αστικό ιστό σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Το 1839 ο Helmut von Moltke σχεδίασε το πρώτο γενικό σχέδιο της Κωνσταντινούπολης και παράλληλα έκανε μια συνολική πρόταση για τη μεταρρύθμιση του οδικού δικτύου. Τελικά σημαντικές χωροταξικές παρεμβάσεις έγιναν μόνο στην περιοχή του Πέραν ενώ καταβλήθηκε προσπάθεια να αναδομούνται βάσει σχεδίου όσες συνοικίες καταστρέφονταν από πυρκαγιές. Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του Πέραν το 1870 απαγορεύτηκε τελικά η δόμηση ξύλινων κτιρίων. Παράλληλα, Οθωμανοί αρχιτέκτονες που είχαν σπουδάσει στο Παρίσι εισήγαγαν τον νεοκλασικισμό της σχολής των Beaux Arts στις νέες οικοδομές. Ο νέος ρυθμός προβλήθηκε ιδιαίτερα στα πολλά κτίρια στρατώνων που οικοδομήθηκαν σε διάφορα σημεία της Κωνσταντινούπολης από τη βασιλεία του Μαχμούντ Β΄και μεταγενέστερα. Αντίθετα από τους στρατώνες, τα ανάκτορα που χτίστηκαν στη διάρκεια του 19ου αιώνα παρουσιάζουν μια μείξη δυτικών και ανατολικών στοιχείων στη διακόσμηση. Στη διάρκεια της βασιλείας του Abdülaziz ιδρύθηκαν τα πρώτα δημοτικά πάρκα, με πιο γνωστό το δημοτικό κήπο του Τάξιμ στο Σταυροδρόμι. Τότε χτίστηκε και το αυτοκρατορικό λύκειο του Γαλατά Σαράι, η οικοδόμηση του οποίου συνέβαλε ιδιαίτερα στην ανάπτυξη της περιοχής του Πέραν.
Από τη δεκαετία του 1870 άρχισε να γίνεται αισθητή η επίδραση του νεοβυζαντινού ρυθμού στην Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα, ως αποτέλεσμα της αύξησης της γερμανικής επιρροής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον ρυθμό υιοθέτησε ακόμη και ο σουλτάνος στην αίθουσα ακροάσεων του Dolmabahçe.
Η διασπορά του πληθυσμού και κυρίως των πιο εύπορων τάξεων σε συνοικισμούς κατά μήκος του Βοσπόρου και η αύξηση της κινητικότητας των θρησκευτικών ομάδων, που παλαιότερα ήταν περιορισμένες σε διακριτές συνοικίες, είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της δημόσιας συγκοινωνίας. Από το 1848 άρχισαν να διαμορφώνονται οι αποβάθρες που εξυπηρετούσαν την τακτική συγκοινωνία η οποία ξεκίνησε το 1851 κατά μήκος των ακτών του Βοσπόρου. Το 1836 και το 1845 κατασκευάστηκαν οι δύο γέφυρες που συνέδεαν τις δύο όχθες του Κεράτιου κόλπου. Το 1871 έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, στο σταθμό του Sirkeci, η πρώτη αμαξοστοιχία της γραμμής του Orient Express. Το 1872 ξεκίνησε η συγκοινωνία με ιππήλατα τραμ ενώ το 1875 εγκαινιάστηκε ο υπόγειος σιδηρόδρομος που ένωνε την αποβάθρα του Γαλατά με την αρχή της Μεγάλης Οδού του Πέραν (Grande Rue de Pera).
Οι Ελληνορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης
Ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης είχε μειωθεί στα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και άρχισε να αυξάνεται μετά την οθωμανική κατάκτηση. Ο Μωάμεθ μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη κατοίκους από άλλες επαρχίες του οθωμανικού κράτους και περιοχές που κατέκτησε στη διάρκεια της βασιλείας του. Μετοίκισε ορθόδοξους χριστιανούς από την Αδριανούπολη, την Αγαθούπολη, τη Μεσημβρία και τη Σηλυβρία της Θράκης, την Άμαστρι και την Τραπεζούντα του Πόντου, τον Καφφά της Κριμαίας, τη Θάσο, τη Σαμοθράκη και τη Λέσβο, την Ήπειρο και την Πελοπόννησο. Οι περισσότεροι Ελληνορθόδοξοι κατοίκησαν στις συνοικίες κατά μήκος του Κεράτιου κόλπου, στις Βλαχέρνες (Ayvansaray), το Μπαλατά (Balat), το Φανάρι και το Τζιμπαλί (Cibali). Συγχρόνως ο Μωάμεθ Β΄ και αργότερα ο Σελίμ Β΄ διέταξαν αναγκαστικές μετακινήσεις ορθόδοξου πληθυσμού από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας προς την Κωνσταντινούπολη. Σχηματίστηκαν έτσι, μέσα στα τείχη, κυρίως κατά μήκος της ακτής του Μαρμαρά το Επταπύργιο (Yedikule), τα Ψωμαθειά (Samatya), η Βλάγκα (Langa-Yenikapı) και το Κοντοσκάλι (Κumkapı), συνοικίες Καραμανλήδων, όπως τους αναφέρουν οι περιηγητές από τον 16ο αιώνα. Οι Καραμανλήδες ξεχώριζαν από τον υπόλοιπο ορθόδοξο πληθυσμό ως τουρκόφωνοι, και μονοπώλησαν σχεδόν κάποια επαγγέλματα, όπως των χρυσοχόων, των χτιστών, των χαβιαράδων και των αρτοποιών. Στα τέλη του 16ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και αρκετοί κάτοικοι από τα Άγραφα οι οποίοι ασχολούνταν κυρίως με τη μεταλλοτεχνία και τη χρυσοχοΐα. Από τις αρχές του 17ου αιώνα, πολλοί από τους πιο εύπορους Ελληνορθόδοξους άρχισαν να εγκαθίστανται στο Φανάρι, γύρω από το Πατριαρχείο. Πολλοί Ελληνορθόδοξοι κατοικούσαν επίσης στον Γαλατά, την παλιά συνοικία των Γενοβέζων. Σημαντικό ελληνορθόδοξο πληθυσμό είχαν και τα χωριά Ξηροκρήνη (Kuruçeşme), Μέγα Ρεύμα (Arnavutköy), Βαθυρύαξ (Büyükdere) και Θεραπειά (Tarabya) στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου. Λόγω των δυνατοτήτων απασχόλησης στη βιοτεχνία και το εμπόριο που προσέφερε η πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο χριστιανικός πληθυσμός συνέχισε να αυξάνεται και στους επόμενους αιώνες. Σταδιακά οι βιοτέχνες άρχισαν να οργανώνονται σε συντεχνίες κατά επαγγέλματα. Ιδιαίτερα ισχυρές ήταν οι συντεχνίες των γουναράδων, των ραφτάδων, των σαράφηδων, των χρυσοχόων, των αργυροχόων και των εμπόρων λαδιού. Πολλοί από τους ελληνορθόδοξους εμπόρους κατάγονταν από τη Χίο. Η Κωνσταντινούπολη έγινε ξανά το εμπορικό κέντρο όπου συναντιόνταν τα εμπορεύματα που έφταναν από την Ανατολή με τα καραβάνια και από τη Δύση διά θαλάσσης.
Στο Πέραν, την περιοχή στην απέναντι πλευρά του Κεράτιου κόλπου, συγκεντρώθηκαν οι περισσότεροι Χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης και εγκαταστάθηκαν οι πρεσβείες των δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Σταδιακά άρχισε να αναπτύσσεται ιδιαίτερα η περιοχή του Σταυροδρομίου, όπως ονομάστηκε στα ελληνικά η περιοχή πάνω από το Γαλατά. Στο Σταυροδρόμι ήδη στις αρχές του 18ου αιώνα είχαν εγκατασταθεί αρκετοί Ελληνορθόδοξοι οι οποίοι υπάγονταν στην κοινότητα του Γαλατά με κέντρο την εκκλησία της Παναγίας της Καφφατιανής. Μόλις το 1804 οικοδομήθηκε η πρώτη ελληνική εκκλησία του Σταυροδρομίου, η Παναγία των Εισοδίων.
Σταδιακά οι ελληνορθόδοξοι νεοφαναριώτες και τραπεζίτες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Σταυροδρομίου, η οποία αναδείχτηκε σε κέντρο της πνευματικής και οικονομικής δραστηριότητας. Στο Πέραν είχαν την έδρα τους οι τραπεζικοί οίκοι Ζαρίφη, Ζωγράφου, Βλαστού, Καραπάνου, Μαυροκορδάτου, Νεγρεπόντη και Συγγρού. Εκεί, ως απόδειξη της ισχύος των Ελληνορθόδοξων του Σταυροδρομίου, οικοδομήθηκε ο μεγάλος ναός της Αγίας Τριάδας, που ολοκληρώθηκε το 1888. Στην περιοχή επίσης ιδρύθηκαν το 1861 ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως, το 1882 το Ζάππειο Παρθεναγωγείο και το 1894 το Ζωγράφειο Λύκειο. Την ίδια περίοδο, σε περίοπτη θέση πάνω από το Πατριαρχείο, χτίστηκε το νέο κτίριο της Μεγάλης του Γένους Σχολής και το 1873 στο Επταπύργιο το ρωμαίικο νοσοκομείο του Μπαλουκλή. Μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τα στρατεύματα της Αντάντ. Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχασε τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 στην Ελλάδα, ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη η Εθνική Άμυνα, οργάνωση που συγκέντρωνε βενιζελικούς αξιωματικούς και ελληνορθόδοξους αστούς με στόχο την ανατροπή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, 40.000 περίπου Ελληνορθόδοξοι που είχαν αναμιχθεί σε ενέργειες με στόχο την ενσωμάτωση της Κωνσταντινούπολης στην Ελλάδα εγκατέλειψαν εσπευσμένα την πόλη φοβούμενοι αντίποινα. Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης της Λωζάννης, οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Έλληνες υπήκοοι, οι οποίοι ανέρχονταν σε περίπου 110.000, εξαιρέθηκαν από την Ανταλλαγή των Πληθυσμών.
Πληθυσμός
Ο πληθυσμός το 1478 ανερχόταν σε περίπου 60.000-100.000 κατοίκους από τους οποίους 58% ήταν Μουσουλμάνοι, 23% Ελληνορθόδοξοι και 19% Αρμένιοι και Εβραίοι. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτής της απογραφής στην τειχισμένη πόλη υπήρχαν 8.951 μουσουλμανικές, 3.151 ελληνορθόδοξες (ρωμαίικες), 1.647 εβραϊκές, 756 αρμένικες, 267 καφατιανές και 31 ρομά (τσιγγάνικες) εστίες. Στον Γαλατά, στην αντίπερα όχθη του Κερατίου κόλπου, υπήρχαν 535 μουσουλμανικές, 592 ελληνοχριστιανικές, 62 αρμένικες και 32 φράγκικες εστίες. Ο εβραϊκός πληθυσμός αυξήθηκε ιδιαίτερα μετά το 1492, όταν οι εξόριστοι Εβραίοι από την Ισπανία βρήκαν καταφύγιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Εβραίοι κατοικούσαν κυρίως στις συνοικίες του Μπαλατά (Balat) κοντά στο Φανάρι και αργότερα του Χάσκιοϊ (Hasköy) στην απέναντι ακτή του Κεράτιου κόλπου ενώ οι Αρμένιοι διέμεναν κυρίως στα Ψωμαθειά (Samatya) και το Κοντοσκάλι (Κumkapı) στη θάλασσα του Μαρμαρά. Στα μέσα του 16ου αιώνα ο πληθυσμός είχε φτάσει τις 500.000 και στα μέσα του 17ου αιώνα τις 740.000 κατοίκους. Από αυτούς 250.000-300.000 ήταν Χριστιανοί και Εβραίοι. Οι κάτοικοι της πόλης κατοικούσαν σε σχεδόν αμιγείς θρησκευτικά συνοικίες (μαχαλάδες) αλλά οι αγορές αποτελούσαν ένα χώρο συνάντησης και συναλλαγών.
Αν και οι πρώτοι Γάλλοι, Βρετανοί και Ολλανδοί έμποροι εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη στο δεύτερο τέταρτο του 16ου αιώνα, ο αριθμός υπηκόων δυτικοευρωπαϊκών χωρών στην Κωνσταντινούπολη αυξήθηκε κατακόρυφα από τα μέσα του 17ου αιώνα. Στο τέλος του 18ου αιώνα, από τους 900.000 κατοίκους της Κωνσταντινούπολης 630.000 ήταν Μουσουλμάνοι, 120.000 Ελληνορθόδοξοι, 90.000 Αρμένιοι, 50.000 Εβραίοι και 2.000 προέρχονταν από τη δυτική Ευρώπη.
Το 1885 ο πληθυσμός της τειχισμένης πόλης ήταν κατά 55% μουσουλμανικός ενώ στο Πέραν οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν μόνο το 21% του πληθυσμού, το 47% ήταν ξένοι υπήκοοι και το 21% Οθωμανοί Χριστιανοί και Εβραίοι. Σύμφωνα με τα στοιχεία της επίσημης οθωμανικής απογραφής του 1914, στην Κωνσταντινούπολη και τα προάστια κατοικούσαν 909.978 κάτοικοι, από τους οποίους 560.434 ήταν Μουσουλμάνοι, 205.375 Ελληνορθόδοξοι, 72.962 Αρμένιοι, 52.126 Εβραίοι, 387 Ελληνοκαθολικοί, 9.918 Αρμενοκαθολικοί, 1.213 Διαμαρτυρόμενοι, 2.913 Λεβαντίνοι, 562 Σύριοι μονοφυσίτες, 476 Συροχαλδαίοι νεστοριανοί και 3.339 Βούλγαροι.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
• Σκαρλάτος Βυζάντιος, Η Κωνσταντινούπολις : ή περιγραφή τοπογραφική, αρχαιολογική και ιστορική της περιωνύμου ταύτης μεγαλοπόλεως και των εκατέρωθεν του κόλπου και του Βοσπόρου προαστείων αυτής υπό Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου συνδρομή φιλοτίμω του ευγενεστάτου άρχοντος Ποστελνίκου Σωτηρίου Καλλιάδου, ω και προσανατέθη: Εκ του Τυπογραφείου Ανδρέου Κορομηλά, Αθήνα 1851-1869.
• Inalcik Halil, «The Policy of Mehmed II toward the Greek Population of Istanbul and the Byzantine Buildings of the City», Dumbarton Oaks Papers, 23, (1969 – 1970), σελ. 229-249.
• Necipoğlu Gülru, Ceremonial, and Power: The Topkapi Palace in the Fifteenth and Sixteenth Century Architecture, MIT Press, Κέιμπριτζ Μασσ. 1992.
• Κονόρτας, Παρασκευάς, Οθωμανικές Θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, Βεράτια για τους Προκαθήμενους της Μεγάλης Εκκλησίας, 17ος-Αρχές 20ου αιώνα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998.
• Eldem Edhem, Goffman Daniel, Alan Masters Bruce, The Ottoman City Between East and West: Aleppo, Izmir, and Istanbul, Κέιμπριτζ University Press, 1999.
• Κονόρτας Παρασκευάς, «Κωνσταντινούπολη και Μικρά Ασία, 1833-1876», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 4, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σελ. 343-358.
• Baer Marc David, «The Great Fire of 1660 and the islamization of Christian and Jewish Space in Istanbul», International Journal of Middle Eastern Studies 36, (2004), σελ. 159–181.
• Gül Murat and Lamb Richard, «Mapping, regularizing and modernizing Ottoman Istanbul: aspects of the genesis of the 1839 Development Policy», Urban History 31, 3, (2004), σσ. 420-436.
• Necipoğlu Gülru, The Age of Sinan: Architectural Culture in the Ottoman Empire, Reaktion Books, 2005.
• Κιουσοπούλου Τόνια, Βασιλεύς ή Οικονόμος, πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση, Πόλις, Αθήνα 2007.
• Hamadeh Shirine, The City's Pleasures: Istanbul in the Eighteenth Century, University of Washington Press, 2007.
• Ardaman Emel, «Perspective and Istanbul, the Capital of the Ottoman Empire», Journal of Design History Vol. 20 No. 2, (July 2007), σελ. 1-22.
• Mills Amy, «The Place of Locality for Identity in the Nation: Minority Narratives of Cosmpolitan Istanbul», International Journal of Middle Eastern Studies, 40 (2008), σελ. 383–401.
• Sakin Orhan, Osmanlı’da Etnik Yapı, 1914 Nüfusu, Ekim, Κωνσταντινούπολη 2008.