Αδριανούπολη

Κείμενα | Εικόνες | Ιστορικό Σημείωμα

Ιστορικό Σημείωμα

    Αδριανούπολη

    Η Αδριανούπολη ήταν ιδιαίτερα σημαντική πόλη στη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου. Καταστράφηκε αρκετές φορές αλλά ανοικοδομούνταν πάντα λόγω της στρατηγικής σημασίας της. Τα βυζαντινά τείχη της Αδριανούπολης σχημάτιζαν ένα τετράπλευρο με ισχυρούς πύργους στις τέσσερις γωνίες, και μέχρι το 19ο αιώνα ο αστικός ιστός της παλιάς πόλης στο εσωτερικό τους δεν άλλαξε σημαντικά. Οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Αδριανούπολη το 1361 και μετέφεραν εκεί από την Προύσα την πρωτεύουσα του κράτους τους. Στα πρώτα χρόνια μετά την κατάληψη έγιναν κυρίως μετατροπές βυζαντινών κτιρίων για να εξυπηρετήσουν τις νέες λειτουργίες της πόλης. Οι δυο σημαντικότερες εκκλησίες της πόλης μετατράπηκαν σε τεμένη μετά την οθωμανική κατάκτηση (Aya Sofya Camii και Kilise Camii) αλλά σε μεταγενέστερους αιώνες καταστράφηκαν. Επειδή το βυζαντινό παλάτι κρίθηκε ανεπαρκές, ο Μουράτ Α΄ έχτισε το αποκαλούμενο «Παλιό Ανάκτορο» ένα χιλιόμετρο βορειοανατολικά από την παλιά πόλη, κοντά στο σημείο όπου αργότερα οικοδομήθηκε το Σελιμιγιέ τζαμί.

    Μόνο στις αρχές του 15ου αιώνα άρχισαν να χτίζονται άλλα σημαντικά δημόσια κτίρια στην Αδριανούπολη περιμετρικά των βυζαντινών τειχών. Ο Μουράτ Β΄ ξεκίνησε να χτίζει το Νέο Ανάκτορο σε ένα νησί στον ποταμό Τούντζα αλλά η κατασκευή του ολοκληρώθηκε στη διάρκεια της βασιλείας του Μεχμέτ Β’. Στη δομή του προεικόνιζε το ανάκτορο του Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη. H Aυτοκρατορική Πύλη (Bab-ı-Hümayun) οδηγούσε στην αυλή των παρελάσεων, όπου βρίσκονταν τα αυτοκρατορικά μαγειρεία, οι σταύλοι και άλλα κτίρια υπηρεσίας. Από εκεί η Πύλη της Ευτυχίας (Bab üs-Saade) οδηγούσε στη δεύτερη αυλή, όπου βρισκόταν η αίθουσα των ακροάσεων ενώ πιο απομακρυσμένα ήταν τα διαμερίσματα του σουλτάνου και το χαρέμι. Μετά την άλωση του 1453, η σουλτανική αυλή μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη αλλά η Αδριανούπολη παρέμεινε σημαντικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δεύτερη έδρα των σουλτάνων· για τον λόγο αυτό διαδοχικοί σουλτάνοι προσέθεσαν κτίρια στο ανάκτορο. Κατά τη βασιλεία του Μεχμέτ Α΄ ολοκληρώθηκε το πρώτο μεγάλο τέμενος της πόλης (Eski Camii) και η σκεπαστή αγορά (Bezesten), ενώ ο Μουράτ Β’ έχτισε τρία κοινωφελή ιδρύματα (imaret). Λόγω της στρατηγικής της θέσης στον δρόμο που οδηγούσε από/προς την Κωνσταντινούπολη στην Κεντρική Ευρώπη και από/προς τα βόρεια Βαλκάνια στο Αιγαίο κατά μήκος της κοιλάδας του Έβρου, η πόλη έγινε σημαντικό εμπορικό κέντρο και χτίστηκαν πολλά χάνια. Στην Αδριανούπολη ήκμαζε η παραγωγή μάλλινων, βαμβακερών και μεταξωτών υφασμάτων, η βυρσοδεψία και η κατασκευή όπλων. Το μπεζεστένι της Αδριανούπολης συναγωνιζόταν σε κίνηση αυτό της Κωνσταντινούπολης. Το 1574, μετά την κατάληψη της Κύπρου, ο αρχιτέκτονας Σινάν ολοκλήρωσε στην Αδριανούπολη το Σελιμιγιέ τζαμί, ένα από τα σημαντικότερα έργα της οθωμανικής αρχιτεκτονικής.

    Στην Αδριανούπολη εγκαταστάθηκαν σταδιακά χριστιανικοί πληθυσμοί από τη νότια και την κεντρική Ελλάδα. Ο πληθυσμός της, ενώ στα τέλη του 16ου αιώνα ανερχόταν σε 30.000 κατοίκους, έφτασε στα τέλη του 18ου αιώνα τους 100.000 κατοίκους. Το 1920 καταλήφθηκε από τον ελληνικό στρατό και το 1923 με τη Συνθήκη της Λωζάννης παραχωρήθηκε στην Τουρκία.

    Ενδεικτική Βιβλιογραφία

    • Νικολαΐδης Νίκος, Η Αδριανού μας, Αθήνα 1993.

    • Aptullah Kuran, «A Spatial Study of Three Ottoman Capitals: Bursa, Edirne, and Istanbul», Muqarnas 13 (1996), σσ. 114-131.

    • Τσικαλουδάκη Μαρία, «Η Θράκη, η διάσπαση της Οθωμανικής ενότητας», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 4, Αθήνα 2003, σσ. 327-342.

    • Τσικαλουδάκη Μαρία, «Η Θράκη 1871-1909, η εποχή των ανταγωνιστικών εθνικισμών», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 5, Αθήνα 2003, σσ. 297-308.