Αθήνα

Κείμενα | Εικόνες | Ιστορικό Σημείωμα

Ιστορικό Σημείωμα

    Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, ιδρύθηκε το Δουκάτο των Αθηνών υπό τον Όθωνα ντε λα Ρος. Από το 1311 ως το 1384, το Δουκάτο διοίκησαν οι Καταλανοί, και στη συνέχεια η φλωρεντινή οικογένεια των Ατζαγιόλι. Οι Ατζαγιόλι εγκαταστάθηκαν στα Προπύλαια της Ακρόπολης, τα οποία μετέτρεψαν σε ανάκτορο. Η Αθήνα τον 13ο αιώνα είχε περιοριστεί σε μικρό μόνο μέρος της περιοχής στα βόρεια της Ακρόπολης. Στην περίοδο αυτή συνοικίστηκαν στην Αττική μεγάλες ομάδες Αλβανών. Το 1458 η πόλη παραδόθηκε στον Μωάμεθ τον Πορθητή. Μέχρι το 1470 η Αθήνα ήταν έδρα πασά, ο οποίος όμως μετά την κατάληψη της Εύβοιας εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα. Έκτοτε η Αθήνα διοικείτο από βοεβόδα ο οποίος υπαγόταν στον πασά της Χαλκίδας. Η πόλη κατά τη διάρκεια του 15ου και του 16ου αιώνα υπέφερε συχνά από επιδημίες – «θανατικά» – και πειρατικές επιδρομές. Μάλιστα, τη διετία 1554-6, σύμφωνα με ένα χάραγμα στον ναό του Ηφαίστου, γνωστό ως Θησείο, «απέθανον χιλιάδες λαού».

    Από τις αρχές του 17ου αιώνα οι πρόσοδοι της Αθήνας αποδίδονταν στον αρχιευνούχο του σουλτανικού χαρεμιού. Κατά την παράδοση αυτό οφειλόταν στην παρέμβαση μιας Αθηναίας κόρης, της Βασιλικής, η οποία έγινε ευνοούμενη του σουλτάνου Αχμέτ Α. Κοινωνικά οι κάτοικοι χωρίζονταν σε τέσσερις τάξεις: τους άρχοντες, τους νοικοκυραίους, τους παζαρίτες (κατά βάση τους εμπόρους), και τους ξωτάρηδες (τους καλλιεργητές). Οι τρεις δημογέροντες ή γέροντες εκλέγονταν από την τάξη των αρχόντων για ετήσια θητεία την τελευταία Κυριακή του Φεβρουαρίου. Ενδεικτική της ακμής της Αθήνας στα μέσα του 17ου αιώνα είναι η παρουσία στην πόλη γνωστών λογίων και δασκάλων της εποχής όπως ο Θεόφιλος Κορυδαλλέας, ο Άγγελος Βενιζέλος, ο Δαμασκηνός και ο Αργυρός Βεκαλδής. Το 1647 ο ηγούμενος Ιωαννίτης Επιφάνιος ίδρυσε κοινοτικό σχολείο στην Αθήνα. Συγχρόνως η παρουσία προξένων, η παραμονή στην πόλη περιηγητών και η εγκατάσταση μοναχών δυτικών ταγμάτων, Ιησουιτών και Καπουτσίνων, φανερώνει την επικοινωνία με τη δυτική Ευρώπη. Από το λιμάνι του Πειραιά εξάγονταν μαλλιά, τυρί, δέρματα, λάδι, κερί, μεγάλες ποσότητες βελανιδιών και μέλι του Υμηττού. Το 1641 εγκαταστάθηκαν στην πόλη οι Ιησουίτες, οι οποίοι όμως μετά από κάποια χρόνια μεταφέρθηκαν στη Χαλκίδα. Το 1658 τους διαδέχτηκαν οι Καπουτσίνοι, οι οποίοι το 1669 αγόρασαν το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτους και το μετέτρεψαν σε βιβλιοθήκη της μονής τους.. Στα μέσα του 17ου αιώνα η Αθήνα είχε 32 συνοικίες με 2.050 εστίες, 1.300 ελληνικές, 150 αρβανίτικες και 600 μουσουλμανικές. Η οικονομική ακμή της πόλης αντικατοπτριζόταν στα καλοχτισμένα οικοδομήματα της πόλης, αρκετά από τα οποία ήταν χτισμένα με πέτρες από αρχαία μνημεία. Το 1656 ένας κεραυνός κατέστρεψε τα Προπύλαια της Ακρόπολης, που μέχρι τότε ήταν έδρα του Οθωμανού διοικητή.

    Το 1687 ο Βενετός ναύαρχος Φραγκίσκος Μοροζίνι αποβιβάστηκε στον Πειραιά και πολιόρκησε την Ακρόπολη. Οι Οθωμανοί τότε κατεδάφισαν τον ναό της Αθηνάς Νίκης για να στήσουν τα πυροβόλα τους. Στη διάρκεια της πολιορκίας, ο Παρθενώνας ανατινάχθηκε από έκρηξη που προκάλεσαν βενετικά βλήμματα. Όταν οι Βενετοί κατέλαβαν την Αθήνα, η πόλη εκτεινόταν βόρεια μέχρι τον ναό της Χρυσοσπηλιώτισσας και την οδό Βύσσης, ανατολικά μέχρι τις οδούς Σωτήρος, Σκούφου, Βουλής και Λέκκα, δυτικά μέχρι τις οδούς Αθηνάς, Θέσπιδος και τη στοά του Αττάλου. Νότια της Ακρόπολης υπήρχε μικρός συνοικισμός, ενώ σταδιακά η πόλη επεκτεινόταν προς το Θησείο. Το 1688 οι Βενετοί αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν και τους ακολούθησε το σύνολο του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης. Οι κάτοικοι κατέφυγαν στην Αίγινα, την Πελοπόνησο και τα νησιά του Ιονίου και μόνο λίγοι επέστρεψαν στην Αθήνα ύστερα από τρία χρόνια, αφού δόθηκε γενική αμνηστία. Οι οικογένειες που επέστρεψαν στην πόλη αγόρασαν τις ιδιοκτησίες όσων παρέμειναν στις βενετικές κτήσεις, διαφοροποιώντας έτσι την κοινωνική δομή που υφίστατο πριν από την βενετική κατάληψη της Αθήνας. Στις αρχές του 18ου αιώνα ο πληθυσμός της πόλης δεν ξεπερνούσε τους 8.000 κάτοικους. Το 1712 διορίστηκε μάλιστα βοεβόδας της πόλης ο Χριστιανός Δημήτριος Παλαιολόγος, αλλά σύντομα δολοφονήθηκε από μουσουλμάνους κατοίκους. Την πόλη μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα μάστιζαν κοινοτικές έριδες. Το 1754 οι Χριστιανοί και οι Μουσουλμάνοι Αθηναίοι εξεγέρθηκαν από κοινού εναντίον των αυθαιρεσιών του βοεβόδα Σαρή Μουσελίμη. Τελικά το 1760 ο σουλτάνος Μουσταφά Γ’ έδωσε τις προσόδους της Αθήνας στον Ισμαήλ αγά, ο οποίος υπενοικίαζε την είσπραξη των φόρων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του φόρου που κατέβαλλαν οι Αθηναίοι. Αν και η Αθήνα δεν εξεγέρθηκε στα Ορλωφικά, απαγορεύθηκε στους Χριστιανούς να φέρουν όπλα και πολλοί πρόκριτοι κρατήθηκαν ως όμηροι στην Ακρόπολη. Η κατάσταση επιδεινώθηκε το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, όταν βοεβόδας της Αθήνας ήταν ο Χατζή Αλή Χασεκής. Οι Αθηναίοι, μετά από πολλές προσπάθειες, πέτυχαν την οριστική απομάκρυνσή του το 1800. Κατά την περίοδο πριν από την επανάσταση του 1821, αυξάνεται ο αριθμός των Δυτικοευρωπαίων περιηγητών. To 1801 o Thomas Bruce Lord Elgin αφαίρεσε τα γλυπτά του Παρθενώνα και μια Καρυάτιδα από το Ερέχθειο στην Ακρόπολη. Το 1813 ιδρύθηκε η Φιλόμουσος Εταιρεία με σκοπό την προώθηση της παιδείας και την προστασία των αρχαιοτήτων. Η εταιρεία, η οποία λειτούργησε ως το 1826, ίδρυσε και αρχαιολογική συλλογή.

    Οι Αθηναίοι επαναστάτησαν στις 25 Απριλίου 1821 και πολιόρκησαν την οθωμανική φρουρά της Ακρόπολης. Η άφιξη όμως ενισχύσεων, με επικεφαλής τον Ομέρ Βρυώνη, υποχρέωσε τους επαναστάτες να λύσουν την πολιορκία. Ο αθηναϊκός πληθυσμός αναγκάστηκε να καταφύγει στα γειτονικά νησιά. Μετά την αποχώρηση του Ομέρ Βρυώνη ξεκίνησε η δεύτερη πολιορκία της Ακρόπολης. Τελικά η φρουρά της Ακρόπολης παραδόθηκε στις 10 Ιουνίου 1822. To 1826 όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την Αττική και πολιόρκησε την Ακρόπολη. Οι πολιορκημένες ελληνικές δυνάμεις παρέδωσαν τελικά το φρούριο στους Οθωμανούς στις 24 Μαΐου του 1827. Η οθωμανική φρουρά της Ακρόπολης αποχώρησε την 31η Μαρτίου 1833 και ένα χρόνο αργότερα, στις 18 Σεπτεμβρίου 1834, η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου.

    Σύμφωνα με το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο που συνέταξαν ο Στέφανος Κλεάνθης και ο Edward Schaubert ακολουθώντας τα σύγχρονα πολεοδομικά πρότυπα, η νέα πόλη, με κέντρο τα ανάκτορα στη σημερινή πλατεία Ομονοίας, θα είχε φαρδείς δρόμους και η ζώνη γύρω από την Ακρόπολη θα παρέμενε αδόμητη για να διεξαχθούν αρχαιολογικές ανασκαφές. Λόγω του κόστους των απαλλοτριώσεων και των διαμαρτυριών πολλών κατοίκων της παλιάς πόλης, το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε. Ο Leo von Klenze, που κλήθηκε να τροποποιήσει το σχέδιο των Κλεάνθη-Schaubert, φαντάστηκε την Αθήνα περισσότερο ως μεσογειακή μητρόπολη, όπως η σύγχρονή του Νεάπολη της Ιταλίας, και πρότεινε τον περιορισμό του πλάτους των δρόμων, του μεγέθους των πλατειών και της αρχαιολογικής ζώνης. Ούτε το δικό του σχέδιο εφαρμόστηκε και σταδιακά άρχισε η ανοικοδόμηση των περιοχών γύρω από την Ακρόπολη. Τελικά μόνο το 1864, μετά την άνοδο του Γεωργίου Α΄, στον θρόνο, συντάχθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών ένα πολεοδομικό σχέδιο από το οποίο εφαρμόστηκε μόνο το τμήμα που αφορούσε την περιοχή του σημερινού κέντρου, χωρίς όμως τις πρόνοιες για χωροθέτηση σχολείων και αγορών κατά συνοικία. Από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα έφτασαν στην Αθήνα αρχιτέκτονες από τη δυτική Ευρώπη, οι οποίοι σχεδίασαν τα κτίρια της νέας πόλης, με χρηματοδότηση είτε του ελληνικού κράτους είτε Ελλήνων της διασποράς. Τα περισσότερα κτίρια, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά, με πιο χαρακτηριστικά τα Ανάκτορα (σημερινή Βουλή), την Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο, την Εθνική Βιβλιοθήκη, το Μέγαρο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και το Πολυτεχνείο, χτίστηκαν ακολουθώντας τον νεοκλασικό ρυθμό αλλά ορισμένα, όπως το Οφθαλμιατρείο και το Μέγαρο της Δουκίσσης Πλακεντίας, ακολούθησαν τον νεοβυζαντινό ρυθμό.

    Συστηματικά έργα λιθόστρωσης των δρόμων ξεκίνησαν μόνο το 1857-62, με χρηματοδότηση του Μιχαήλ Τοσίτσα, αλλά η πλειονότητα παρέμειναν χωματόδρομοι και μια από τις κύριες μέριμνες του δήμου ήταν το κατάβρεγμά τους το καλοκαίρι για να κατακάθεται η σκόνη. Το 1905-6 ασφαλτοστρώθηκαν οι κεντρικοί δρόμοι της πόλης. Ο δήμος έδειξε από νωρίς ενδιαφέρον για τη δενδροφύτευση των κεντρικών δρόμων ως μέτρο εξωραϊσμού αλλά και υγιεινής. Παράλληλα δημιουργήθηκαν τρεις μεγάλοι δημόσιοι κήποι: ο Βασιλικός (Εθνικός) Κήπος, που άρχισε να φυτεύεται το 1842, ο Κήπος του Θησείου, που άρχισε να φυτεύεται το 1862 και ο Κήπος του Ζαππείου, που άρχισε να φυτεύεται το 1887. Το 1857 ξεκίνησε η οικοδόμηση του εργοστασίου αεριόφωτος και μέχρι το 1892 είχαν τοποθετηθεί σε δρόμους και πλατείες περίπου δυόμισι χιλιάδες φανάρια. Στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα ηλεκτροφωτίστηκαν οι πλατείες Ομονοίας και Συντάγματος, ενώ ο δημόσιος ηλεκτροφωτισμός γενικεύτηκε στο κέντρο της πόλης στις αρχές του 20ου αιώνα.

    Σταδιακά άρχισε και η κατασκευή των υποδομών της νέας πόλης. Το 1837 άρχισε η παροχή νερού στα σπίτια και από το 1847 ξεκίνησε ο καθαρισμός και η επισκευή του Αδριάνειου Υδραγωγείου (Δεξαμενής) στο Λυκαβηττό. Το 1838 άρχισε η κατασκευή υπονόμων από τις οδούς Ανακτορίων (Κολοκοτρώνη) και Ερμού ενώ από το 1858 κατασκευάστηκε στοιχειώδες δίκτυο απορροής των νερών της βροχής. Οι διαδοχικές προτάσεις για δημιουργία δικτύου αγωγών που να ανταποκρίνεται στον αυξανόμενο πληθυσμό δεν υλοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα η πόλη να υποφέρει από πλημμύρες τον χειμώνα. Επίσης το 1876 ξεκίνησε η οικοδόμηση της Κεντρικής Δημοτικής Αγοράς στην οδό Αθηνάς και το 1901 της Κεντρικής Λαχαναγοράς. Το 1869 εγκαινιάστηκε ο σιδηρόδρομος από την Αθήνα ως τον Πειραιά και το 1882, επί διακυβέρνησης Χαρίλαου Τρικούπη, δημιουργήθηκαν οι γραμμές Αθήνας-Κηφισιάς και Αθήνας-Λαυρίου.

    Ο πληθυσμός της Αθήνας, από 10.000-14.000 κατοίκους όταν έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, αυξήθηκε σε 31.000 το 1853 ενώ το 1869 είχε υπερδιπλασιαστεί και έφτασε τους 65.499 κατοίκους. Το 1907 είχε φτάσει τους 167.479 κατοίκους και μέχρι το 1920 είχε ανέλθει σε 292. 991 άτομα. Το 1928, μετά την εγκατάσταση των προσφύγων ο πληθυσμός είχε φτάσει τους 392.781 κατοίκους.

    Περιηγητές στην Αθήνα

    Ήδη από τον 15ο αιώνα αρχίζει η αρχαιολόγηση της Aθήνας, αλλά μόλις γύρω στα 1670-75 η πόλη εισέρχεται ‘αιφνιδιαστικά’ στην ευρωπαϊκή συνείδηση. Τότε γίνονται τα πρώτα λεπτομερειακά τοπογραφικά σχεδιαγράμματα ενώ το ενδιαφέρον για την πόλη αυξάνει ολοένα, και οι σχετικές δημοσιεύσεις τροφοδοτούν η μία την άλλη. O βομβαρδισμός του Παρθενώνα το 1687, οι σχεδιαστικές αποτυπώσεις των μνημείων από τους ταξιδιώτες που έφεραν στην Eυρώπη το νεοκλασικό ύφος, η συστηματική καταγραφή και μελέτη των αρχαιοτήτων, και φυσικά η διάσωση γλυπτών με πρόσχημα τυχόν βανδαλισμούς εκ μέρους των Οθωμανών αποτελούν σημαντικά κεφάλαια στη σύγχρονη ιστορία της Aθήνας, που έμελλε να καθορίσουν και το μέλλον της.

    H ανάδειξη της πόλης σε σύμβολο και παράλληλα σε αρχαιολογικό χώρο μεγίστου ενδιαφέροντος οδήγησε από τον 17ο αιώνα και έπειτα εκατοντάδες επισκέπτες σε ένα προσκύνημα, κυρίως στο χώρο της Aκρόπολης και των μνημείων της αλλά και στις άλλες τοποθεσίες αρχαιολογικού ενδιαφέροντος της γύρω περιοχής.

    Tο 1834, όταν η Aθήνα γίνεται επισήμως πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και έδρα του Βαυαρού βασιλιά των Eλλήνων Όθωνα, αρχίζει μία νέα περίοδος για την πόλη. H ζωή στη νέα πρωτεύουσα αποκαλύπτεται μέσα από διεισδυτικές παρατηρήσεις και σχόλια στις αφηγήσεις των ταξιδιωτών, οι αρχαιολογικοί χώροι και στην υπόλοιπη Αττική προσελκύουν το ενδιαφέρον τους· πολιτική και εθνογραφία αναμειγνύονται ενώ η ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος υπερισχύει στους εντυπωσιασμούς τους. Γερμανοί και Δανοί επιστήμονες και καλλιτέχνες, που είχαν πρωταρχικό στόχο την εισπνοή και μελέτη της αρχαίας ελληνικής τέχνης, εισχώρησαν και στην καθημερινότητα των σύγχρονων Eλλήνων. Παράλληλα, αξιωματικοί της βαυαρικής φρουράς, όπως και ο αυλικός περίγυρος και οι επισκέπτες του, σε ημερολόγια ή άλλα έργα, σκιαγραφούν απλά, αντικειμενικά και με σαφήνεια τους ανθρώπους και τον χώρο. Η συγκριτική έρευνα αρχαίου και νεότερου πολιτισμού οδηγεί στη συγγραφή έργων όπου συνδυάζονται οδοιπορικά, πρόσφατα ιστορικά γεγονότα και χαρακτηρολογικές προσεγγίσεις του ελληνικού λαού.

    H ιστορία της Aθήνας του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα ταυτίζεται στην πραγματικότητα με την ιστορία και την τύχη του σύγχρονου Eλληνισμού. Όταν το κράτος περνάει και στην πάλη των εδαφικών του διεκδικήσεων, ο εξευρωπαϊσμός του αντιμετωπίζεται άλλοτε ειρωνικά, άλλοτε με επιείκεια, και η χώρα των ηρώων γίνεται η χώρα των πολιτικών. Οι Oλυμπιακοί Aγώνες (1896) με τους πολλαπλούς απόηχους προσελκύουν και άλλους επισκέπτες.

    Ενδεικτική Βιβλιογραφία

    Καμπούρογλου Δημήτριος, Ιστορία των Αθηναίων, Εκ του τυπογραφείου Α. Παπαγεωργίου, Αθήνα 1889-1896.

    Αθήνα Πρωτεύουσα Πόλη, Επιμ. Γιάννης Τσιώμης, ΥΠΠΟ, Αθήνα 1985.

    Μπενιζέλου Ιωάννη, Ιστορία των Αθηνών, με προλεγόμενα Ιωάννου Γενναδίου, επιμ. Ι. Κοκκώνας - Γ. Μπώκος, επιστημονική εποπτεία και παρουσίαση Μ. Ι Μανούσακα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1986.

    Μπίρης Κώστας Η., Αι Αθήναι από τον 19ον είς τον 20ον Αιώνα, Μέλισσα, Αθήνα 1996.

    Μπίρης Μάνος, Αθηναϊκή Αρχιτεκτονική 1875-1925, Μέλισσα, Αθήνα 2003.

    Κουμαριανού Αικατερίνη, Αθήνα, η πόλη-οι άνθρωποι, αφηγήσεις και μαρτυρίες, 12ος-19ος αιώνας, Ποταμός, Αθήνα 2005.

    Αρχαιολογία της Πόλης των Αθηνών